Οταν η φτώχεια, οι κοινωνικές ανισότητες και φράσεις όπως «η κρίση, ως απόρροια του κορονοϊού, θα αφήσει βαθιά και άνισα σημάδια στο σώμα πολλών οικονομιών» επιλέγονται από το ΔΝΤ και τον ΟΟΣΑ και συμπεριλαμβάνονται σε εκθέσεις τους για την παγκόσμια οικονομία, κάτι «βρωμάει». Κι επειδή σίγουρα δεν έχουν έλθει τα ύστερα του κόσμου ώστε το ΔΝΤ να φθάσει σε σημείο να «υποκαταστήσει» τα μανιφέστο αριστερών κομμάτων, τότε αναλύσεις τέτοιου τύπου και φρασεολογίας –και όχι μόνο από Ταμείο– αποτυπώνουν μια μεγάλη αλήθεια: την αγωνία στα διεθνή κέντρα εξουσίας και λήψης αποφάσεων για το εφιαλτικό σενάριο μιας εντεινόμενης κοινωνικής αναταραχής στη μετα-πανδημική περίοδο, λόγω της διογκούμενης ανεργίας, εάν οι πολιτικοί δεν εφαρμόσουν μια αποτελεσματική συνταγή για να αποτρέψουν τον κίνδυνο μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού τους να τεθεί εκτός παραγωγικής διαδικασίας.
Η αγωνία αυτή ήταν ούτως ή άλλως υπαρκτή στα προ-πανδημικά χρόνια, καθώς ενισχύονταν η ψηφιοποίηση, η παγκοσμιοποίηση και η μετανάστευση φθηνών εργατικών χεριών από λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες στις πλούσιες βιομηχανικές χώρες, με αποτέλεσμα πολλοί εργαζόμενοι να περιθωριοποιηθούν ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού. Η φτώχεια των μπλε κολάρων –και τελικά όχι μόνο των μπλε– στήριξε το Brexit, εξέθρεψε τον Τραμπ, στήριξε και στηρίζει πολιτικές περιπτώσεις όπως η Λεπέν.
Με μια τέτοια, βαριά κληρονομιά, η παγκόσμια οικονομία εισήλθε στην πανδημία και στα χρόνια της υγειονομικής κρίσης, αλλά και σε εκείνα που θα ακολουθήσουν, η φυσική τάση όλων αυτών των κεντρόφυγων δυνάμεων, δυστυχώς, είναι η ενδυνάμωση και όχι η αποδυνάμωση. Αφενός επειδή η κρίση της πανδημίας, παρά τον πακτωλό των τρισεκατομμυρίων που ρίχνουν οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις στην παγκόσμια οικονομία, θα φέρει νέες στρατιές ανέργων. Αφετέρου επειδή αυτοί οι νέοι άνεργοι θα είναι ακόμη δυσκολότερο να απορροφηθούν –γρήγορα– σε μια μετα-πανδημική εποχή, όπου η επιτάχυνση της ψηφιοποίησης είναι η νέα κανονικότητα.
Ο χρόνος είναι χρήμα
Στο νέο αυτό περιβάλλον, ο χρόνος θα είναι στην κυριολεξία χρήμα και ο πολιτικός στίβος θα επηρεάζεται ολοένα περισσότερο σε σχέση με τους φυσιολογικούς καιρούς από την αποτελεσματικότητα των οικονομικών πολιτικών. Ειδικά ως προς το πόσο γρήγορα θα καταφέρει η κάθε οικονομία να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να στηρίξει με την κατάλληλη ισορροπία κινήτρων και πολιτικών επιλογών τις επιχειρήσεις της να εξελιχθούν και να παραμείνουν βιώσιμες. Τίποτα δεν μπορεί να αποκλείσει δε οι αλλεπάλληλες κρίσεις – χρέους, ρευστότητας, υγειονομικές, γεωπολιτικές να είναι η νέα κανονικότητα τα επόμενα χρόνια.
Εστιάζοντας τον φακό στην ευρωπαϊκή οικονομία: εάν για παράδειγμα μέσα στην προσεχή διετία το 1 τρισ. της στήριξης που δρομολογείται δεν απορροφηθεί από τις χώρες που είναι δικαιούχοι γρήγορα και με πολλαπλασιαστικά οφέλη, αυτομάτως θα θολώνει και το πολιτικό σκηνικό, αφού καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να αντέξει το βάρος μιας διογκούμενης ανεργίας. Εάν στην εξίσωση προστεθεί ενδεχομένως η σπουδή ορισμένων εταίρων –ειδικά στον Βορρά– να σφίξει γρηγορότερα από όσο πρέπει το δημοσιονομικό «λουρί», τότε μόνο καταιγίδες μπορείς να περιμένεις.
Υπό ένα τέτοιο πρίσμα, τα σπασμένα γραφεία στο Καπιτώλιο θα μπορούσαν να γίνουν εικόνα και στη Γηραιά Ηπειρο. Εύκολα, δύσκολα ή πολύ δύσκολα, αυτό θα εξαρτηθεί από την επιτυχία των σημερινών κυβερνήσεων και ηγεσιών να σταθεροποιήσουν την οικονομία το ταχύτερο δυνατόν.
Είναι κάτι όμως που δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο, για πολλούς λόγους. Ενας από αυτούς είναι τα χαμηλά αντανακλαστικά της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που λες και το έχει στο DNA της να σπεύδει βραδέως. Μπορεί στην παρούσα φάση να ξεπέρασε τον εαυτό της, για τα δικά της δεδομένα, τίποτα όμως δεν μπορεί να εγγυηθεί μια απρόσκοπτη συνέχεια όσο θα φθίνει η υγειονομική κρίση και θα εκτονώνεται η πίεση σε επίπεδο ανθρωπιστικό για να επανέλθει με άλλο μανδύα η «γερμανική» δημοσιονομική ορθοδοξία.
Αντιθέτως, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, παρά τα όσα δραματικά έγιναν στο Καπιτώλιο, πολλές ελπίδες στο πεδίο της οικονομίας εναποτίθενται στις αποφάσεις που θα λάβει ο Τζο Μπάιντεν ώστε να γίνι «whatever it takes» για να τρέξει η ανάκαμψη στις ΗΠΑ. Είναι άλλωστε δεδομένο ότι η Αμερική, είτε αυτό αρέσει είτε δεν αρέσει στις Βρυξέλλες, έχει παράδοση στο να παίρνει γρήγορες αποφάσεις στην οικονομία και να απεμπλέκεται από δύσκολες καταστάσεις, περιορίζοντας τη ζημιά, χωρίς πολλά ταμπού. Κάτι που είναι σίγουρα μια επίκαιρη στρατηγική σήμερα, που η οικονομική ανάπτυξη είναι το μοναδικό εμβόλιο στην άθλια πολιτική παρακαταθήκη που άφησε ο Τραμπ.
Είναι επίσης βέβαιο πως ειδικά μια χώρα με ιδιαιτερότητες, όπως η Ελλάδα, θα έπρεπε να προβληματίζεται και να παραμένει σε υψηλή επιφυλακή. Είμαστε μια χώρα που έχει επιβιώσει τριών μνημονίων και της πολιτικής έξαρσης του λαϊκισμού στα δύσκολα χρόνια, παραμένοντας όμως (ευτυχώς) στο ευρώ. Την κληρονομιά της απαξίωσης θεσμών –με παλάμες υψωμένες από τις πλατείες στο Κοινοβούλιο– την έχουμε όμως αποτυπωμένη και εμείς στο θυμικό μας, με ευθύνη πολλών, και όχι μόνο των μνημονιακών κυβερνήσεων.
Προσοχή λοιπόν. Ισως δεν αργεί να σκοτεινιάσει πάλι…