Ο πληθυσμός μας γερνάει και συγχρόνως ζει πολλά χρόνια. Αυτό εξαναγκάζει τον πολιτισμό μας σε δύο φροντίδες. Τη μέριμνα για αύξηση των γεννήσεων, αλλά και την αναγκαιότητα σωστών μονάδων φροντίδας ηλικιωμένων ως ρεαλιστική, πρακτική, ιερή υποχρέωση. Τη μεταστροφή τού «Τον έκλεισε σε γηροκομείο» –όπως ξετινάζει συνειδήσεις και ανθρώπων που δεν το δικαιούνται, αφού οι συνθήκες του σύγχρονου βίου δεν βοηθάνε στη συμβίωση όπως τα παλιά χρόνια– σε μέριμνα, για ανακούφιση συνείδησης, ότι «είναι σε καλά χέρια και βιώνει με την αξιοπρέπεια και τη δημιουργικότητα που του/της πρέπει το τελευταίο μίλι της ζωής».
Για αυτό εξυπακούονται πολλοί έλεγχοι από κλιμάκια που θα αλλάζουν συχνά. Εντέλει, φροντίδα για όλους μας. Οπως σοφά είχε απαντήσει κάποιος σπουδαίος ηθοποιός σε συνάδελφό του που μελαγχολικά του ψιθύρισε «Αχ, ρε Αλέκο!.. Γεράσαμε…», «Ευτυχώς! Γιατί αλλιώς θα είχαμε πεθάνει».
Η υπόθεση «Εφιάλτης στο Γηροκομείο Χανίων» είναι εφιάλτης για όλους. Μάλλον, για να κυριολεκτώ, γίνεται εφιάλτης όποτε επανέρχεται σε εικόνα. Είναι κι αυτό μια σύμβαση του σύγχρονου πολιτισμού. Από το 2010 είχε διαπιστωθεί ότι λειτουργούσε χωρίς άδεια. Ε και; Ακούω συχνά ανθρώπους να λένε αγανακτισμένοι: «Τους απείλησα ότι θα φωνάξω τα κανάλια». Και τα υπόλοιπα «κανάλια»; Λειτουργεί κανένα άλλο τοπικό «κανάλι»; Για παράδειγμα, οι βουλευτές κάθε περιοχής;
Τους αναζητούν εναγωνίως για να απαιτήσουν το ανταλλακτικό «σέρβις» της ψήφου. «Σε ψήφισα» λέμε. Για ένα σωρό μπορείς να ακούσεις επίκληση προς βουλευτή, αλλά απορώ, πώς δεν έχει χτιστεί μια σχέση ώστε να απευθύνονται στον βουλευτή ως «κανάλι» εξουσίας για το κοινό καλό αναφορικό με αξίες; Από την άλλη, πώς δεν είχαν πάρει είδηση οι τοπικοί άρχοντες, οι βουλευτές, τι μπορεί να συμβαίνει στο γηροκομείο του τόπου τους;
Γιατί πάντα κάποιος-κάποια ηρωική μορφή, από το «χαμηλό» συνήθως προσωπικό, βγάζει το φίδι από την τρύπα; Να θυμίσω στο «Παίδων» τον τραυματιοφορέα που διακόρευε παιδιά ενώ έβγαιναν από νάρκωση και χρειάστηκε μια ειδικευόμενη για να αποκαλυφθεί; Πάντα κάπως έτσι. Και απέναντι στον έναν/μια, όλοι! «Θα χάσουμε τη δουλειά μας» οι μεν. «Θα στιγματιστεί ο τόπος μας» οι δε.
Και μόλις –κάπως παρά φύσιν εντέλει– σπάσει η ομερτά, εμφανίζονται όλοι… Ολοι. Και οι βουλευτές βγάζουν πύρινους λόγους. «Οι Κρητικοί και όλοι οι Ελληνες τιμούμε και φροντίζουμε τους γονείς και τους παππούδες μας. Είναι η ώρα της Δικαιοσύνης και της κάθαρσης». Μωρέ είναι η ώρα, αλλά γιατί πάντα καθυστερεί η κάθε «ώρα» της ώρας;
Θέλετε, ακόμα και ετούτη την ώρα, να σας ξεσκεπάσω τη μέγιστη υποκρισία και εγκληματική αμυαλιά μας για όλα τα γηροκομεία της χώρας μας; Είναι κλειστά δύο ολόκληρα χρόνια! Το διανοείστε; Και παραμένουν κλειστά. Λογικά οι ανέντιμοι κάνουν πάρτι! Τι προνοήσαμε, τι σκεφτήκαμε, τι φροντίσαμε; Μήπως νέα κλιμάκια συνεχών ελέγχων; Κοπτόμαστε πότε θα ανοίξουν τα πάντα, πλην των γηροκομείων. Έχετε ακούσει κανέναν αγανακτισμένο;
Εχετε δει καμία διαδήλωση «Θέλω να δω τον άνθρωπό μου στον χώρο του»; Εχω αρθρογραφήσει κατ’ επανάληψη. Τινάζομαι στον ύπνο μου, ΜΗΝ έχοντας άνθρωπο δικό μου σε οίκο ευγηρίας, και όμως… Η φωνή γυρίζει πίσω. Λες και κανένας δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία που έχει η παρουσία ανθρώπων. Είτε δίπλα στον άνθρωπό τους είτε σαν «μάτι» στον διπλανό που δεν έχει επισκέπτες. Πόσοι και πόσοι μόνοι!
Δύο χρόνια δρουν με κλειστές πόρτες και παράθυρα επικαλούμενοι βολικά τον κορονοϊό. «Θα σας τους φέρουμε στο προαύλιο-στον κήπο». Και όσοι δεν γίνεται να βγουν στον κήπο; Για όλα (και είναι ανθρώπινο) εκφράζουμε την κούραση, το οικονομικό μας αδιέξοδο, την αγωνία, αλλά για τα γηροκομεία ενεργούμε με τη στωικότητα του Γκάντι και την αθωότητα ηλιθίου. Τι να πω; Αρκεί που δεν θα πάνε από κορονοϊό.