Τα περιστατικά της Παρασκευής ήταν ενδεικτικά για τις περαιτέρω δυνατότητες διαχείρισης της πανδημικής κρίσης.
Στη Βουλή έγινε μία συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών, με αυτό ακριβώς το θέμα. Και εκεί φάνηκε ότι μία τέτοια διαδικασία δεν έχει απολύτως κανένα νόημα.
Ο Μητσοτάκης παρουσίαζε στοιχεία από την εμπειρία τού ενός έτους υγειονομικής και οικονομικής κρίσης. Τα στοιχεία που όλοι λίγο-πολύ γνωρίζουμε και που, δυστυχώς ή ευτυχώς, είναι ο μόνος γνώμονας αξιολόγησης της διαχείρισης. Με τη βοήθεια της στατιστικής γίνονται αυτά και όποιος θέλει να την αμφισβητεί, εφευρίσκει τεχνάσματα με μόνο στόχο τις εντυπώσεις για το μικρό ακροατήριό του.
Οι κατηγορίες του τύπου «τα έχεις κάνει θάλασσα», «είσαι εκτός πραγματικότητας», «αποτύχατε παντού» και διάφορα άλλα τέτοια, τρακάρουν τελικά στην ίδια την πραγματικότητα: είναι φανερό, παντού στον κόσμο, ότι για τη διαχείριση της πανδημίας δεν υπάρχει ούτε εγχειρίδιο ούτε κανόνας, ούτε μαγική λύση. Από τη στιγμή που δεν τους κλείνεις όλους μέσα και εφόσον μιλάμε για δημοκρατική διακυβέρνηση, όλοι λίγο-πολύ βράζουν στο ίδιο καζάνι.
Η μόνη λύση είναι τα εμβόλια και τα τεστ. Και όταν λέμε η μόνη, εννοούμε η μόνη. Όποιος έχει κάποια άλλη, οφείλει να την παρουσιάσει και να την υποστηρίξει. Για να μην ψάχνονται, λοιπόν, όλοι και για να αποφεύγονται οι άσκοπες κοκορομαχίες, οι απαντήσεις σε αυτή τη φάση της πανδημίας δίνονται από τις χώρες όπου οι εμβολιασμοί προχωρούν με ταχύτητα, βλ. Ισραήλ, Βρετανία κ.ά.
Υπό αυτό το πρίσμα και έπειτα από όσα συνέβησαν, σε ένα άλλο επίπεδο, την Παρασκευή το βράδυ, αρχίζει να γίνεται αντιληπτό ότι το μέχρι στιγμής ισχύον μοντέλο διαχείρισης έχει φτάσει στα όριά του, αν δεν τα έχει ξεπεράσει.
Η ύπαρξη και συνεδρίαση της Επιτροπής των Λοιμωξιολόγων εξελίσσεται σε παράμετρο που περιπλέκει πολύ τα πράγματα. Την Παρασκευή συνεδρίασαν εκτάκτως προκειμένου να αποφασίσουν άλλα από όσα είχαν αποφασίσει την Τετάρτη, δίχως μεγάλη ανατροπή επιδημιολογικών δεδομένων.
Και ενώ είχε ανακοινωθεί η επανεκκίνηση του μικρού λιανεμπορίου, τελικά αποφασίστηκε αυτό να συμβεί με την εξαίρεση τριών περιοχών: Θεσσαλονίκης, Κοζάνης και Πάτρας.
Οι επαγγελματίες του κλάδου ήδη διαμηνύουν ότι θα ανοίξουν, αγνοώντας την απόφαση της Επιτροπής και έτσι από τη Δευτέρα θα παρακολουθήσουμε την επόμενη, προφανώς επεισοδιακή φάση του δράματος, όπου οι πολίτες ή οι επαγγελματίες απλώς θα περιφρονούν τις ανακοινώσεις.
Ήδη πολλοί, ακόμη και επιστήμονες, αναφέρουν ότι η ίδια η Επιτροπή έχει χάσει την αξιοπιστία της. Όχι λόγω ελλιπούς επιστημοσύνης, αλλά επειδή, αφενός, «όπου λαλούν πολλά κοκόρια…» (εν προκειμένω πάνω από 30) και, αφετέρου, επειδή οι απαγορεύσεις δεν είναι πλέον εφαρμόσιμες. Υπάρχουν βέβαια και οι πολιτικές φιλοδοξίες ορισμένων από αυτούς, που μπερδεύουν τα πράγματα ακόμη περισσότερο.
Οπως και να ‘χει, το δόγμα «η υγεία πάνω απ’ όλα» ανατρέπεται εκ των πραγμάτων ή, πάντως, ερμηνεύεται πλέον διαφορετικά και ό,τι και να λέει η κυβέρνηση ή οι επιστήμονες, αν οι πολίτες το βλέπουν αλλιώς, οι επιλογές δεν είναι πολλές.
Μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό ότι η διάθεση των περισσότερων να ακούσουν τα ίδια που ακούν εδώ και ένα χρόνο, έχει εξαντληθεί. Αυτό που πλέον χρειάζεται είναι απλώς ένα ρεαλιστικό πλαίσιο εφαρμογής μέτρων και οδηγιών, όχι περιορισμού, αλλά επιβίωσης σε συνθήκες ελευθερίας – των πολιτών και του ιού. (Αν παρατηρήσει κανείς κάποιους από τους ειδικούς, όπως ο Θεόδωρος Βασιλακόπουλος, στις δημόσιες τοποθετήσεις τους, θα καταλάβει.)
Οποιαδήποτε άλλη κουβέντα είναι και άσκοπη και επιζήμια.