Κάθε ηλικία έχει τα δικά της τραύματα. Κάποιες εμπειρίες είναι κοινές. Στη δική μου κλάση ήταν το ημερήσιο ξύλο στο Δημοτικό, η εβδομαδιαία επίσκεψη στη θεία, οι χιονίστρες τον χειμώνα, όταν το σπίτι γινόταν Σιβηρία, και η μπέμπελη το καλοκαίρι όταν άναβε το μπετόν της ταράτσας. Αλλες είναι πιο περίεργες και παιδαγωγικές. Οπως το να περιμένεις στο Μουροράν της Ιαπωνίας να επιστρέψουν τα παιδιά του πληρώματος από τα μέσα δωμάτια του μπαρ, προσπαθώντας να συνεννοηθείς σε ηλικία 10 ετών με τη μαμασά. Το παιδαγωγικό κομμάτι της εμπειρίας είναι ότι «μαμασά» είναι η ελληνική παραφθορά του «μαμα-σάν» το οποίο στα καραβοϊαπωνικά σημαίνει τσατσά. Το «παπα-σάν» αφορά τον τσατσό. Μάρτυς μου ο Θεός και κάθε ναυτικός που έβγαλε φυλλάδιο πριν το ’70.
Τέλος πάντων, η ζωή μού επιφύλαξε περισσότερες δοκιμασίες από όσες στα παιδιά στην «Ιθαγένεια» της Βίκυς Μοσχολιού. Ολες εκτός από μία. Το Πάσχα στο χωριό.
Παιδικά τραύματα από Πάσχα στο χωριό δεν είχα. Από την πλευρά της μαμάς, «χωριό» ήταν η Ισμαηλία της Αιγύπτου, όπου θα ήταν κάπως εκκεντρικό να πάμε για να ψήσουμε αρνί. Από τον μπαμπά, για τους όποιους λόγους, Πάσχα (ή Χριστούγεννα ή της Υπαπαντής ή των Ψυχών) στο χωριό δεν έπαιζε. Οι εμπειρίες μου από χωριό περιορίζονταν στις εικόνες στο σχολικό της Πατριδογνωσίας και στα «Προσεχώς» από τις φουστανέλες του ’60 που αδίστακτοι τσέλιγκες, λεβεντιές τσελιγκόπουλα και πανώριες τσελιγκοπούλες συναγωνίζονταν ποιος έχει το μεγαλύτερο μουστάκι. Οπότε, τα όποια τραύματα από Πάσχα στο χωριό προέκυψαν σε μεγαλύτερη ηλικία. Παρά ταύτα οι πληγές δεν έχουν ακόμα επουλωθεί.
Συνοπτικά. Για το Πάσχα στο χωριό, η μέση ελληνική οικογένεια κουβαλάει περισσότερα πράγματα από όσα ο Ρόαλντ Αμούνδσεν για την εξερεύνηση του Νοτίου Πόλου. Ανάμεσα στα εφόδια περιλαμβάνονται CD (παλαιότερα κασέτες και ακόμα πιο παλιά δίσκοι) με δημοτικά που δεν τα ξέρει ούτε κλαρινατζής σε πανηγύρι και παίζονται από χαλασμένα στερεοφωνικά σε volume που δεν θα το άντεχε νορβηγικό συγκρότημα death metal. Τα δημοτικά τα ακούς κάπου στις επτά το πρωί όταν τα έχει βάλει αυτός που γυρίζει τη σούβλα για να εκδικηθεί αυτούς που κοιμούνται. Στην παρατήρηση του οικοδεσπότη «αυτή είναι ζωή…» πρέπει να κουνήσεις καταφατικά το κεφάλι, ενώ η σκέψη σου είναι πότε θα μπορέσεις να την πουλέψεις για να γυρίσεις στην Αθήνα.
Αν σε γαστριμαργικό επίπεδο προστεθεί ότι ίσα που αντέχω τη μαγειρίτσα και δεν αντέχω το αρνί, τόση φασαρία για μισή ντουζίνα σφιχτά αυγά που το προηγούμενο βράδυ σπάσατε γελώντας υστερικά σαν τον Τζακ Νίκολσον στη «Λάμψη» δεν δικαιολογεί τον κόπο.
Εκτός αν αξίζει επειδή το Πάσχα σημαίνει τον ερχομό της άνοιξης. Και του καλοκαιριού. Με τη ζέστη, τα ζωύφια και τη δημοσιογραφική τρομοκρατία «Θάλαμος αερίων θα είναι τη Δευτέρα η Αθήνα, με τη θερμοκρασία να ανεβαίνει στους 42 βαθμούς».
Για να μη γίνομαι υπερβολικός μέχρι έναν Ρέμο, μέχρι μια μερίδα κοντοσούβλι με πατάτες, όχι μόνο τα αντέχω, αλλά και τα γουστάρω. Αλλά από Πάσχα στο χωριό, με σομιέ και στρώμα των δύο πόντων, με ρετσίνα από τις εννέα στο σούβλισμα που δεν θα το έκανε ούτε ο Μπουκόβσκι, με Χαρά Βέρα στον ήχο και τον αυθεντικό της τάβλας να λέει «μη μου πεις ότι από το αρνί δεν τρως το μάτι», καλύτερα η συζήτηση με τη μαμασά από το Μουροράν, και τα παιδιά του πληρώματος μέσα ας κάνουν και δύο ώρες.