«Μην κάνετε κάνα αστείο και κολλήσετε, γιατί “πάει” η παράσταση!». Τις μέρες της υπερμεταδοτικής Ομικρον, η υποδαύλιση των ενοχών συνιστά βασική σκηνοθετική οδηγία στις θεατρικές σκηνές της Αθήνας. Πολύ απλά επειδή όποιος ηθοποιός την «πατήσει», παίρνει στον λαιμό του ολόκληρο τον θίασο.
Η παρουσία των ενοχών (ή η παντελής απουσία τους, όπως δείχνει να συμβαίνει προσώρας στην περίπτωση Τζόκοβιτς) ήταν από την πρώτη στιγμή εμφανής στο δυσώδες ψυχικό κοκτέιλ της πανδημίας. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς σε τι αυτοστιγματοποίηση θα πρέπει να προέβησαν οι «ασθενείς μηδέν» ανά τον πλανήτη, ακούγοντας σχόλια του τύπου: «Η άλλη ήρθε από το Μιλάνο και έκοβε παντού βόλτες. Πόση αίσθηση παντοδυναμίας πια!».
Ενδεικτικό και ιδιαίτερα τραγικό το παράδειγμα του 54χρονου γιατρού Β. Ροκίτα από την πόλη Κίελτσε της Πολωνίας. Ο Ροκίτα είχε την ατυχία να ταξιδέψει για αναψυχή στις ελβετικές Αλπεις (τον Μάρτιο του 2020). Τρεις μέρες μετά την επιστροφή του, η Πολωνία έκλεισε τα σύνορά της και άρχισε να μετράει εκατοντάδες κρούσματα. Ο ίδιος είχε στο μεταξύ βγει θετικός σε τεστ ρουτίνας στο νοσοκομείο όπου δούλευε. Επειδή το αποτέλεσμα του τεστ έκανε 30 ώρες να βγει, ο Ροκίτα πρόλαβε να έρθει σε επαφή με κάμποσους ασθενείς του και να κάνει κάποιες μικροδουλειές στην πόλη.
Η ταμπλόιντ Echo Dnia αποκάλυψε ότι όλα ξεκίνησαν από έναν «ντόπιο γιατρό». Το όνομά του δεν άργησε να κάνει τον γύρο της χώρας και ο μέχρι τότε λαοφιλής επιστήμονας υπέστη πρωτοφανή διαδικτυακό διασυρμό («Κάποιος πρέπει να τον φτύσει στο πρόσωπο» ήταν ένα από τα σχόλια). Κάτω από το βάρος των ενοχών και του τρομακτικού «κύματος μίσους», ο Ροκίτα κρεμάστηκε.
Κάν’ το όπως ο Τζόκοβιτς
«Αυτό το τραπέζι δεν έπρεπε να γίνει». Μια 55χρονη γυναίκα μού περιγράφει τον κυκεώνα τύψεων στον οποίο παραδέρνει από το περασμένο καλοκαίρι, με συγγενείς και συγχωριανούς να κραδαίνουν μέχρι σήμερα δίκρανα και αναμμένους πυρσούς.
«Ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο έκανα ένα οικογενειακό τραπέζι στο σπίτι μας στην Τήνο. Δεκαέξι άτομα, όλοι διπλά εμβολιασμένοι. Την προπαραμονή είχε έρθει ο μεγαλύτερος γιος μου, ο Στάθης, από την Ιο. Λίγο άκεφος, με δέκατα, το αποδώσαμε στο… χανγκόβερ της Ιου. Την επομένη του γεύματος και ο άλλος γιος μου με δέκατα. Ο Στάθης φεύγει άρον άρον για την Αθήνα, το μοριακό του βγαίνει θετικό».
Από εκεί αρχίζει ο εφιάλτης. Τα self tests του ανοσοκατασταλμένου συζύγου της και της ηλικιωμένης μητέρας της βγαίνουν επίσης θετικά και όλη η οικογένεια φεύγει εσπευσμένα για την Αθήνα. Τότε εγκαινιάζεται το αδυσώπητο ενδοοικογενειακό μπούλινγκ. «Ο άντρας μου και η μητέρα μου μπήκαν στο νοσοκομείο. Ο πρώτος μάλιστα ήταν σοβαρά. Και αντί να είμαι 100% δίπλα τους, καθόμουν και απαντούσα στα οργισμένα τηλέφωνα θείων και ξαδελφάδων! Το τι τράβηξα μέχρι να περάσουν οι μέρες και να σιγουρευτώ ότι δεν είχαν κολλήσει, δεν περιγράφεται. Ημουν τόσο ζορισμένη, που πήγα και έκανα τάμα στην εκκλησία!».
Οι συγχωριανοί ακολούθησαν. «Μας αποκάλεσαν “παρτάκηδες”, “ανεύθυνους”, διοργανωτές κορονοπάρτι. Ακόμα και οι φίλοι των παιδιών σχεδόν σταμάτησαν να τους μιλάνε. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, μια φίλη μας πήγε σε μια κηδεία στο χωριό. Και επειδή στεκόταν παράμερα για λόγους ασφαλείας, κάποιος της είπε: “Μπράβο, έτσι πρέπει να φέρεται κανείς. Οχι όπως το… γνωστό ζεύγος!”».
Ενοχές για όλα τα γούστα
Ως γνωστόν, η ηθική εκμετάλλευση της μεταδοτικής ασθένειας είναι παλιά υπόθεση. Στη δε Ιαπωνία έχει συσταθεί, με αφορμή την Covid-19, ολόκληρη «αστυνομία εγκράτειας» («jishuku keisatsu»). Για όσους δηλαδή δεν έχουν τσίπα και δεν υπακούν στα υγειονομικά μέτρα, πολίτες vigilante αναλαμβάνουν δράση. Ενδεικτικό το παράδειγμα μιας 20χρονης που, παρότι επιβεβαιωμένο κρούσμα, ταξίδεψε από την ιαπωνική επαρχία στην πόλη του Τόκιο. Η κοινοποίηση του ονόματος αυτής της ξεδιάντροπης «τρομοκράτισσας που σπέρνει τον ιό» ήταν ζήτημα χρόνου.
Ωστόσο, μετά την παρέλευση σχεδόν δύο ετών, η γκάμα των ενοχών, που μπορεί να κατατρύχουν κάποιον, μοιάζει ατελείωτη. Γιατί ήρθαν τα εμβόλια. Γιατί δύσκολα μπορεί κανείς να επικαλεστεί πλέον την άγνοια (όπως μπορούσαν στο κάτω κάτω οι «ασθενείς μηδέν»). Γιατί τα ηθικά διλήμματα πολλαπλασιάστηκαν.
Από όλα έχει πλέον ο μπαξές. Ενοχή που περνάω καλά στην πανδημία. Ενοχή που πήγα για μπάσκετ και μετά πήγα στο σπίτι του κουμπάρου μου, ο οποίος δεν έχει κάνει ακόμα την αναμνηστική δόση. Ενοχή που η αδελφή μου δεν τηρεί τα μέτρα και θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των γονιών μας. Ενοχή που, ενώ είχα ένα μικρό συνάχι, δεν του έδωσα σημασία και πήγα στο γυμναστήριο. Ενοχή που δύο χρόνια τώρα δεν έχω σηκωθεί από τον καναπέ.
Τύψεις που, επειδή φοβάμαι υπερβολικά, αφήνω τα παιδιά διαρκώς κλεισμένα μέσα. Τύψεις που, παρότι θερίζει ο Corona, αφήνω τα παιδιά να κάνουν συνέχεια sleep οver σε σπίτια φίλων τους. Τύψεις που δύο χρόνια τώρα έχω σταματήσει τη ζωή μου. Τύψεις που πήρα κιλά/που είμαι ανεμβολίαστος/που γίνομαι χαιρέκακος όταν κάποιος ανεμβολίαστος νοσήσει/που δεν μου καίγεται καρφάκι τι κάνουν οι δίπλα, ο καθένας ας σώσει το τομάρι του.
Υπάρχουν βέβαια και οι πολύ ζόρικες. Η λεγόμενη ενοχή των επιζώντων (συνοδεύει πάντα, σύμφωνα με τους ειδικούς, τις μεγάλες τραγωδίες και τις φυσικές καταστροφές). Η ενοχή των γιατρών, των νοσηλευτών και εν γένει των επαγγελματιών της υγείας που αναπόφευκτα εξέθεσαν σε μεγαλύτερο κίνδυνο τους δικούς τους ανθρώπους. Ή που δεν κατάφεραν να σώσουν εκείνον τον ασθενή.
Ακόμα, η άφατη ενοχή εκείνων που άθελά τους «κόλλησαν» οικείους τους, οι οποίοι μπορεί να νόσησαν βαριά ή ακόμα και να πέθαναν. «Το μετέδωσα στον πατέρα μου» λέει ένας τίτλος του NBC News με σπαρακτικές τέτοιες μαρτυρίες. Τυχαίνει να γνωρίζω μια γυναίκα που –άθελά της φυσικά– μετέδωσε τον ιό στους γονείς της και στην αδελφή της. Η τελευταία νόσησε βαριά, οι πρώτοι έχασαν τη μάχη.
Ισως αυτή η «πανδημία ενοχών» να μην είναι η ενδεδειγμένη «θεραπεία» για τους δύσκολους καιρούς που ζούμε. Πάλι καλά που η πανταχού παρούσα Ομικρον ελάφρυνε κάπως τα πράγματα, εκδημοκρατίζοντας τουλάχιστον τη μετάδοση.
Ισως, τελικά, μεγαλύτερη σημασία τέτοιες εποχές να έχει η κατάφωρη απουσία ενοχών. Οταν δηλαδή εμφανίζεσαι εντελώς αποκομμένος από αυτό που συμβαίνει γύρω σου. Αυτήν την απουσία ενδεχομένως να πληρώνει τώρα, έστω και μόνο για παραδειγματισμό, ο αγαπημένος μας «Νόλε».