Ο Πέτρος Δούκας, δήμαρχος Σπάρτης, κατέστησε προσφάτως υπέργειο, ένα υπόγειο φαινόμενο που ενδημεί στη χώρα: αυτό του πολιτικού κυνισμού, ακόμη και σε φονικές καταστροφές, όπως οι πυρκαγιές του 2007. Θα ήταν κρίμα να στερηθεί κανείς τη γνώση ενδιαφερόντων συστατικών του, καθοριστικών ώστε να εξελιχθεί σε μεγαλειώδες, χαλύβδινο σε αντοχή φαινόμενο. Oχι πως δεν γνωρίζουμε τους δαίμονες της ελληνικής πραγματικότητας, τα στοιχεία βοηθούν όμως πάντα το κοίταγμα στον καθρέφτη.
Το δράμα της πύρινης αυτής λαίλαπας στην Πελοπόννησο, εκτυλίσσεται σε τρεις πράξεις:
Πράξη πρώτη. Στα αποκαΐδια, κι ενώ οι πληγέντες προσπαθούν να μαζέψουν τα κομμάτια τους, να ανασυντάξουν δυνάμεις. Το αποτυπώνει αμείλικτα, αν και πολύ προσεκτικά, η ειδική έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, την κατάρτιση της οποίας αποφάσισε ο τότε Συνήγορος Γιώργος Καμίνης, έχοντας στα χέρια του πλήθος αναφορών και παραπόνων από παθόντες (Δείτε εδώ την έκθεση, συνετάγη από τον Κύκλο Σχέσεων Κράτους – Πολίτη, με επικεφαλής τη Βοηθό Συνήγορο Καλλιόπη Σπανού και τρεις ειδικούς επιστήμονες).
Τι γινόταν τότε; Αρκούσε ακόμη κι ένα φύλλο χαρτί, μια υπεύθυνη δήλωση, ώστε να πάει κάθε πικραμένος να ζητήσει λεφτά από το κράτος. Προσοχή – προσοχή, από ένα κράτος που δεν έχει σταθερές δομές και μηχανισμούς απόκρισης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Αρα ευνοεί τα «άρον – άρον» και την προχειρότητα, στον αντίποδα των χαοτικών επίσημων διαδικασιών την ώρα που το πρόβλημα πιέζει, άρα επιτρέπει κόλπα, τερτίπια και παρανομίες, άρα δικαιολογεί ασυνέπειες και ασυναρτησίες. Και τι δεν έγινε, που λέτε… Eδωσαν, έδωσαν, έδωσαν, και στο τέλος κάποια τα ζήτησαν και πίσω!
Τότε, όλοι είχαν σπεύσει να δηλώσουν με έναν τρόπο πυρόπληκτοι. Η πληροφόρηση άλλωστε που έρεε από θεσμικά κέντρα ήταν θολή, αντιφατική. Το απλούστερο ίσως παράδειγμα είναι αυτό που σχετίζεται με το κριτήριο της μόνιμης κατοικίας των πληγέντων. Είσαι μόνιμος κάτοικος; Λεφτά θα πάρεις. Δεν είσαι; Λυπούμαστε, αλλά… Λογικό, θα πείτε. Μόνο που η προϋπόθεση δεν τέθηκε εξαρχής, εφευρέθηκε στην πορεία. Αποτέλεσμα; Αρκετός κόσμος που είχε μόνο την περιουσία του (όχι και το σπίτι του) στον τόπο της καταστροφής να πάρει τα τρία, ενίοτε και τα δέκα χιλιάρικα που έδινε τότε ο κρατικός κορβανάς, και μετά να πρέπει να τα επιστρέψει. Μετά τις εκλογές, ασφαλώς. Διότι οι εκλογές διεξήχθησαν στις 16 Σεπτεμβρίου του 2007, ως εκ τούτου τα λεφτά ήταν ακόμη ζεστά, κάτω από στρώματα, δίπλα σε μπαούλα. Εμπαιγμός λέγεται αυτό, να μη φοβόμαστε τις λέξεις, κι είναι η μήτρα κάθε έκφανσης πολιτικού κυνισμού. Ακόμη και όταν αυτός διαπιστώνεται όψιμα, ψυχρά, απροσχημάτιστα.
Σε όλη αυτή την ιστορία μνημειώδης είναι και η αντίδραση αρχών, όταν «εγκαλούνται» για την ευθύνη που θα έπρεπε να έχουν επιδείξει. Ο Συνήγορος, αναζητώντας τη άκρη του μίτου για την ελλιπή πληροφόρηση του κόσμου, απευθύνθηκε στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης. Κι αυτή δικαιολογήθηκε λέγοντας ούτε λίγο – ούτε πολύ… ας έβλεπε ο κόσμος τηλεόραση! «Τα μέτρα αυτά ήταν πασίδηλα, αφού έγιναν αναλυτικές παρουσιάσεις τόσο από τις καθημερινές και εβδομαδιαίες εφημερίδες όσο και από τις τηλεοράσεις και ραδιόφωνα τόσο πανελλαδικής εμβέλειας όσα και από τα τοπικά ΜΜΕ», αναφέρεται στην απάντηση προς τον Συνήγορο. Και προστίθεται σε άλλο σημείο, κάνοντας προφανώς τον κ. Καμίνη να τραβάει τα μαλλιά του: «Κείμενα αναλυτικού και γραφειοκρατικού χαρακτήρα, με εμπεριστατωμένα στοιχεία και λεπτομερή καταγραφή διαδικασιών είναι χρήσιμα σε ομαλές καταστάσεις και όταν απευθύνονται σε νηφάλιους πολίτες». Oταν οι πολίτες δεν είναι νηφάλιοι, κι επιπλέον πρέπει να ψηφίσουν, όλα επιτρέπονται δηλαδή…
Πράξη δεύτερη. Ακόμη πιο θλιβερή κι από την πρώτη. Τι έγινε στ’ αλήθεια αργότερα, αφότου εμπεδώθηκαν αδικίες (ως γνωστόν, πολλοί πήραν λεφτά ενώ δεν τα δικαιούνταν, με αυθαιρεσίες και μικροαπατεωνιές), πλάνες, λάθη; Ρίξτε μια ματιά στην έρευνα (εδώ), που ανέλαβε να κάνει το 2012 το Ινστιτούτο Αστικού Περιβάλλοντος και Ανθρώπινου Δυναμικού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, για την κατάσταση, κοινωνική και οικονομική των πυρόπληκτων περιοχών του νομού Ηλείας.
Οι ερευνητές πήγαν στον τόπο της συμφοράς, μίλησαν με τον κόσμο που είχε ταλανιστεί, είδαν, ρώτησαν. Τι έμαθαν; Τα πάντα για μια περιοχή καθημαγμένη, με ηλικιωμένο πληθυσμό κυρίως στα ορεινά σημεία, χαμηλά μορφωμένο σε ποσοστό σοκαριστικό (περίπου οι μισοί είχαν τελειώσει μόνο το Δημοτικό), και πάντως δυσαρεστημένο. Ναι, δυσαρεστημένο. Διότι τα τριχίλιαρα δεν έσωσαν ασφαλώς τον – «ιδιαίτερα επιρρεπή στη φτώχεια»– τόπο. Τη δυσαρέσκεια ενέτειναν και τα έργα αποκατάστασης που δεν έγιναν. Εκείνο το περίφημο Ταμείο Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών, το περιβόητο Ταμείου Μολυβιάτη, λειτούργησε όπως λειτούργησε –με αστοχίες, καθυστερήσεις, αδυναμίες– για να καταργηθεί το 2010 και τα εναπομείναντα έργα να πάψουν να χρηματοδοτούνται. Τα χρήματα του Ταμείου μεταφέρθηκαν στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων κι ύστερα ήλθε η τρόικα κι η οικονομική κρίση για να αποτελειώσει την περιοχή. Τα λεφτά «της» ετέθησαν υπό τους περιορισμούς των δημοσίων δαπανών. «Μας ξέχασαν», λένε οι νέοι που ρωτήθηκαν στην πολύτιμη έρευνα του Παντείου, με θυμό και πίκρα.
Πράξη τρίτη. Σχεδόν μια δεκαπενταετία μετά, κι ενώ στο μεσοδιάστημα η Ηλεία δεν έχει εξελιχθεί σε ελληνική Μασίφ Σεντράλ, ούτε ο Πηνειός έχει γίνει Λίγηρας. Σε σκηνικό μίζερο, κακοφωτισμένο, με κόσμο να συνωστίζεται (παρά την Covid-19), ακόμη και με ορθίους για να ακούσουν τα όσα σοφά θα διαμείβονταν, με προσωπικά κινητά και κάμερα να καταγράφουν, αποδεικνύεται περίτρανα ότι «το γύρισμα του παιχνιδιού», «με τα λεφτά σε τσάντες» δεν συνδέεται ευθέως μόνο με τον αμοραλισμό αλλά και με την πολιτική βλακεία. Αήττητη σε αυτόν τον τόπο.