| CreativeProtagon
Απόψεις

Οι Χαραλαμπίδηδες και οι Τοπαλίδηδες

Οσο η νομοθετική, η δικαστική και η εκτελεστική εξουσία παίζουν τις κουμπάρες επειδή δεν αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο, τόσο οι διαδικτυακοί αυτοί παλαβιάρηδες θα κάνουν παιχνίδι. Οσο τους κοιτάζουμε αμήχανοι ή ανέμελοι, αυτοί θα ξεσαλώνουν επικαλούμενοι θρασύτατα διατάξεις ενός Συντάγματος που μισούν και θέλουν να καταργήσουν
Δημήτρης Ευθυμάκης

Κάθισα και είδα τη Δευτέρα το απόγευμα αυτόν τον Χαραλαμπίδη στον Ευαγγελάτο. Είχε πλάκα. Οπως, υποθέτω, πλάκα είχε στα μάτια των γερμανών διανοουμένων ο Αδόλφος όταν το 1930 έβγαζε τους υστερικούς λόγους του στις μπιραρίες του Μονάχου. Οπως αντίστοιχη πλάκα είχε στα μάτια των Ιταλών μορφωμένων του Mεσοπολέμου, η φιγούρα του Μπενίτο με τους γελοίους μορφασμούς του, όταν έλεγε σε μικρές παρέες μελανοχιτώνων ότι άλλο είναι ο καπιταλιστικός πληθωρισμός κι άλλο ο φασιστικός. Ο πρώτος ήταν κακός, ο δεύτερος καλός.

Οι Χαραλαμπίδηδες και οι Τοπαλίδηδες (αντιπρόεδρος των Θεματοφυλάκων αυτός) είναι επικίνδυνοι. Τελεία και παύλα. Ο τρελός του χωριού μπορεί να αντιμετωπίζεται ως διασκεδαστής όσο τρέχει γύρω-γύρω στην πλατεία και φωνάζει τις παλαβομάρες του, αν όμως μέσα στην παράνοια του αρπάξει ένα μπιτόνι βενζίνη κι αρχίσει να πιτσιλάει τα σπίτια, τότε κάποιος πρέπει να τον σταματήσει πριν βγάλει τα σπίρτα απ’ την τσέπη. Με αυτά δεν παίζουμε.

Οι ασυναρτησίες που εκστομίζουν αυτές οι ομάδες, σε μια δημοκρατία δεν αποτελούν πεδίο ποινικής αντιμετώπισης. Η αστική δημοκρατία δεν επιτρέπεται να τιμωρήσει τον πολίτη για κάτι που σκέφτεται ή λέει. Δεν νοείται αστυνόμευση της σκέψης. Τιμωρεί πράξεις που παραβιάζουν τον νόμο. Είναι γνωστά αυτά, πλην κάπως έτσι σκέφτονταν κάποτε και οι Γερμανοί και οι Ιταλοί μέχρι που τους ένιωσαν καθισμένους στον σβέρκο τους, για να το πω απλά.

Ούτε όταν εμφανίστηκε η Χρυσή Αυγή κι έκανε τις λαμπαδηδρομίες και τα νυχτερινά πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας, διαφαινόταν εύκολη λύση αντιμετώπισής της. Πενήντα-εκατό γραφικοί με ασπίδες και πυρσούς εμφανίζονταν στα τηλεοπτικά πλάνα, κανένας δεν σκεφτόταν ότι αυτό μπορεί να στοιχειοθετήσει αδίκημα. Γέμιζαν τις νύχτες τα έκτακτα των δημοσίων νοσοκομείων από δαρμένους μετανάστες και η αστυνομία κατέγραφε σκόρπια πλημμελήματα από αγνώστους, που έμπαιναν στο αρχείο. Χρειάστηκε η δολοφονία του Φύσσα για να αποφασίσουν οι τρεις εξουσίες το αυτονόητο: ότι όλα αυτά έπρεπε να γίνουν ένας ενιαίος φάκελος που αποδείκνυε την ύπαρξη και τη δράση εγκληματικής συμμορίας.

Κοντολογίς, όσο η νομοθετική, η δικαστική και η εκτελεστική εξουσία παίζουν τις κουμπάρες επειδή δεν αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο, τόσο οι διαδικτυακοί αυτοί παράφρονες θα κάνουν παιχνίδι. Οσο τους κοιτάζουμε αμήχανοι ή ανέμελοι, αυτοί θα ξεσαλώνουν επικαλούμενοι θρασύτατα δήθεν προστατευτικές ή δικαιολογητικές για αυτούς διατάξεις ενός Συντάγματος που μισούν και θέλουν να καταργήσουν. Και, τέλος πάντων, πέρα από νομικισμούς, το πρώτο πράγμα που δεν πρέπει να επιτρέπει η αστική δημοκρατία είναι να την κοροϊδεύουν μπροστά στα μούτρα της.