| CreativeProtagon
Απόψεις

Καβγάς: «Εκοιμήθη» ή «πέθανε» ο μητροπολίτης Κοσμάς;

Το επάγγελμα που γράφει «έφυγε ο καλός συνάδελφος» όταν ένας δημοσιογράφος πεθαίνει και όχι όταν βγαίνει από το γραφείο, είναι το πλέον ακατάλληλο για να κρίνει τους τρόπους που παρουσιάζεται ο θάνατος από άλλους. Αλλά στην περίπτωση του «μακαριστού» Κοσμά που «εκοιμήθη», ας κάνουμε μια εξαίρεση
Αντώνης Πανούτσος

Είμαστε λαός ευφημισμών. Ακόμα χειρότερα ήμασταν στο παρελθόν όταν το «κακό σπυρί» σήμαινε καρκίνος, το «μέρος» τουαλέτα, ο «τοιούτος» γκέι και το «σε ενδιαφέρουσα» έγκυος. Τα γράφω στη μικροαστική lingo της εποχής. Θα μπορούσα να τα γράψω στη μεγαλοαστική ή στα λαϊκά. Αλλά το θέμα είναι άλλο. Οι επιθέσεις στις γλώσσες των «αντιπάλων». Κάτι που μου ήρθε στο μυαλό με το «εκοιμήθη» για τον αποβιώσαντα μητροπολίτη Αιτωλοακαρνανίας, Κοσμά.

Κατά πρώτον, το «εκοιμήθη» είναι hard core εκκλησιαστική lingo. Κάτι σαν το «μακαριστός» το οποίο οι περισσότεροι Ελληνες μάθαιναν με τον θάνατο του Χριστόδουλου. Εν δυνάμει αφορά όλους τους χριστιανούς, αλλά γράφεται μόνο σε θανάτους ιερέων ή με το «Η Κοίμησις της Θεοτόκου». Αντιμετωπίζει τον θάνατο σαν ύπνο από τον οποίο θα ξυπνήσουμε για να αντιμετωπίσουμε την κρίση της Δευτέρας Παρουσίας. Οποιος το πιστεύει –και μέχρι τόσο ξέρω από θεολογικά και γράμματα γνωρίζω, που γράφανε πριν από την υπογραφή παλιά στις καταθέσεις. Προς τι λοιπόν το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός; Γιατί το «εκοιμήθη» να προξενήσει τόσες αντιδράσεις στο εμβολιαστικό στρατόπεδο;

Ο πρώτος λόγος είναι ότι ο μακαρίτης ανήκε στο αντιεμβολιαστικό μέτωπο και το «εκοιμήθη» ακούγεται προσωρινό. Οπότε, η αντίδραση της άλλης πλευράς «Τι κοιμήθηκε; Πέθανε, πέθανε, πέθανε» εμπεριέχει τη χαιρεκακία «Ο παπάς πλήρωσε τα παραμύθια που έλεγε».

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ο θάνατος του μητροπολίτη Κοσμά είναι μια ακόμα ευκαιρία σύγκρουσης των δύο πλευρών που υπάρχουν στην ευρύτερη ΝΔ. Του κομματικού μηχανισμού που αντιλαμβάνεται ότι αντιεμβολιαστής – ξε-αντιεμβολιαστής ο μητροπολίτης, ο Σπήλιος Λιβανός και ο Κώστας Καραγκούνης εκλέγονται στην Αιτωλοακαρνανία και οι δηλώσεις για το έργο του μακαρίτη ανήκουν στα προβλεπόμενα. Και του μετα-ποταμίσιου κινήματος που θα ήθελε να πείσει τον Μητσοτάκη ότι για να πάρεις τις ψήφους στο Ξηρόμερο και την Κατούνα, το μόνο που χρειάζεται είναι δικαιωματιστικά μηνύματα και το πουλμανάκι του Σταύρου.

H γλώσσα ήταν πάντα πολιτική. Αν πριν από 50 χρόνια το Ιανουάριος ή το Γενάρης ήταν κατάθεση πολιτικής ταυτότητας, πριν από 230, η επιλογή του κύριος αντί του πολίτης ήταν θέμα ζωής ή θανάτου. Οι μάχες της γλώσσας δεν κερδίζονται με κρατικές απαγορεύσεις αλλά στη συνείδηση των πολιτών. Και η μάχη ανάμεσα στο «πλήρης» και το «πλέρια» δεν κρίθηκε στη δεκαετία του ’50 αλλά κάπου στο ’80. Την ημέρα που κάποιος την είπε, ένας άλλος γέλασε και εκείνος που την είχε πει, αποφάσισε να μην την ξαναπεί.

Η γελοιοποίηση είναι ο στρατηγικός στόχος στις μάχες ανάμεσα στις γλώσσες. Ο αντίπαλος να παρουσιαστεί ότι γράφει όλα κεφαλαία και ανορθόγραφα, ότι δεν λέει «σπρώχνω» αλλά «ζμπρώχνω», ότι ανήκει σε ένα ιδεοληπτικό κομμάτι του πληθυσμού που πιστεύει ότι οι θρησκευτικοί ηγέτες του δεν πεθαίνουν αλλά κοιμούνται.

Οσο για τους ευφημισμούς, είναι μια άλλη ιστορία. Και το επάγγελμα που γράφει «έφυγε ο καλός συνάδελφος» όταν ένας δημοσιογράφος πεθαίνει και όχι όταν βγαίνει από το γραφείο, είναι το πλέον ακατάλληλο για να κρίνει τους τρόπους που παρουσιάζεται ο θάνατος από άλλους. Και αν τινάξω τα πέταλα ανάμεσα στο «Καλό Παράδεισο» και το «Πες ότι δεν είναι ένα από τα αστεία σου Αντώνη», την κατάρα μου θα έχουν οι δεύτεροι.