Η αδιαπραγμάτευτη αντίσταση των Ουκρανών απέναντι στους Ρώσους μετέτρεψε κάθε ανυπόταχτη πόλη τους σε αμυντικό εμπόδιο, αντί για την αρχικά προβλεπόμενη εύκολη παράδοσή τους. Επιχειρώντας να παρακάμψει τέτοιου είδους εμπόδια, ο στρατός των εισβολέων εξοντώνει αδίσταχτα αμάχους, καταστρέφει κάθε υποδομή και ισοπεδώνει τμήματα των αστικών ιστών. Έτσι επιχειρείται να μετατραπεί η Ουκρανική επικράτεια σε ένα λείο πεδίο χωρίς σύνορα, που θα επιταχύνει την επέλαση της ρωσικής πολεμικής μηχανής, ώστε να πραγματοποιήσει ένα τουλάχιστον μέρος του πουτινικού οράματος για την ανασυγκρότηση της τσαροσταλινικής αυτοκρατορίας.
Στην σύρραξη αυτή, εκτός των άλλων έρχονται σε αντιπαράθεση δύο είδη χώρων: ο ισοπεδωμένος, κατακτημένος χώρος και ο πολυδαίδαλος, λαβυρινθώδης αμυντικός χώρος, όπου κινούνται, επιβιώνουν και πολεμούν οι Ουκρανοί.
Πριν από περίπου 40 χρόνια, δύο γάλλοι διανοούμενοι, ο φιλόσοφος Ζιλ Ντελέζ (Gilles Deleuze) και ο ψυχαναλυτής και ακτιβιστής Φελίξ Γκουαταρί (Felix Guattari) στo βιβλίο τους «Mille Plateux» (A thousand Plateaus) διακρίνουν ανάμεσα σε δυο εκδοχές του χώρου: από τη μια, το «νομαδικό» ή «λείο» (smooth space ) ναυτικό χώρο και, από την άλλη, τον αυλακωτό, γραμμωτό, αυλακωμένο (striated space) χώρο των μόνιμα εγκατεστημένων, του κυρίαρχου Κράτους και των πόλεών του. Τις δύο αυτές έννοιες τις δανείστηκαν από τον μουσικοσυνθέτη και μαθηματικό Πιερ Μπουλέζ (Pierre Boulez). Ιδιαίτερα ο λείος, ναυτικός και νομαδικός χώρος αντιστοιχεί σήμερα με τον ψηφιακό χώρο, τον κυβερνοχώρο, όπου η κίνηση των χρηστών επιτελείται ανεμπόδιστα και αστραπιαία.
Πρόκειται για δυο διαφορετικές αντιλήψεις και μορφές του χώρου, συνδυασμένες με αντίστοιχες πρακτικές και τεχνολογίες. Για τον νομάδα – που δεν ταυτίζεται με τον μετανάστη— η γη χάνει την εδαφική της διάσταση και μετατρέπεται σε έναν ανοιχτό χώρο, ένα πεδίο απροσδιόριστο και μη επικοινωνήσιμο, χωρίς σύνορα και φραγμούς, ένα απλό υποστήριγμά για την ανεμπόδιστη και ασταμάτητη μετατόπισή του σε αυτό. Οι νομάδες, ως φορείς της αποεδαφοποίησης κατά τους συγγραφείς : «προσθέτουν έρημο στην έρημο, στέπα στην στέπα, με μια σειρά από τοπικές λειτουργίες, των οποίων ο προσανατολισμός και η κατεύθυνση ποικίλουν ασταμάτητα». Τελικός στόχος αυτής της αποεδαφοποίησης: να γίνει δυνατή η λεία και ανεμπόδιστη κίνηση με την μορφή στροβίλου.
Με κάποια αναλογία, η μεγαλομανής ιδέα για αυτοκρατορικό μεγαλείο με την επίκληση του ζωτικού χώρου, που κινητοποίησε την ρωσική πολεμική μηχανή, συνδυάζεται με ισοπεδωτικές τακτικές, που παράγουν λείους, ανεμπόδιστους, άρα ανυπεράσπιστους χώρους, ώστε με την εύκολη κατάκτησή τους να πραγματοποιηθεί υλικά και να αποδειχθεί συμβολικά η υπερίσχυσή της. Κυρίως η ισοπέδωση των ουκρανικών πόλεων φαίνεται πως αποτελεί το κλειδί που θα ανοίξει την πύλη του θριάμβου για τον επίδοξο αυτοκράτορα.
Ισοπεδωτικός πόλεμος, ισοπεδωτικοί βομβαρδισμοί και η πολλαπλά ισοπεδωμένη Μαριούπολη, με τις απειλές εναντίον και άλλων υποψήφιων για ισοπέδωση πόλεων, ισοπεδώσεις πολυκατοικιών, νοσοκομείων, ψυχιατρείων, καταφυγίων, σχολείων, θεάτρων, εμπορικών κέντρων και κάθε είδους κτιρίων. Η λέξη «ισοπέδωση» τονίζεται και στους επίσημους θριαμβευτικούς απολογισμούς των Ρώσων, ενώ συνοδεύεται με εικονικές μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν σαδιστικά την κατάρρευση του αντιπάλου.
Σε τελείως διαφορετική κλίμακα, αλλά με κυρίαρχη της έννοια της επίθεσης στον δομημένο χώρο. Παρόμοια επιχείρηση ισοπέδωσης στο πλαίσιο μιας εμφύλιας σύρραξης έγινε στο Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας κατά το 1850 – 1860 με εντολή του Ναπολέοντα Γ’ . Τότε ο πολεοδόμος βαρόνος Ζορζ Εζέν Οσμάν (Georges-Eugène Haussmann) εστίασε στην αναμόρφωση του δημόσιου χώρου της πόλης. Στόχος, να επικρατήσει η κοινωνική ομοιογένεια στο πλαίσιό τους. Κάτι τέτοιο θα γινόταν δυνατόν, αν εμποδιζόταν ταξική ανάμιξη σε ανεξέλεγκτους χώρους, με τον αποκλεισμό των ανεπιθύμητων, δηλαδή φτωχών άπορων και εχθρών του αυτοκρατορικού καθεστώτος.
Έτσι ο Οσμάν στρατηγικά αντικατέστησε τα στενά λαβυρινθώδη δρομάκια και στέκια, με ευρύχωρες και ευθείες λεωφόρους. Αυτοί οι λείοι χώροι ήταν αδύνατο να κλειστούν με οδοφράγματα σε περίπτωση εξέγερσης κατά του καθεστώτος, που είχε επιβληθεί με στρατιωτικό πραξικόπημα το 1851. Στις περίοπτες νέες λεωφόρους τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να κρυφτεί κι έτσι κάθε εξεγερμένη ομάδα θα γινόταν εύκολα στόχος του στρατού. Αυτή η ισοπεδωτική ανάπλαση, η αποκαλούμενη «οσμανοποίηση» επιδίωξε την αποπολιτικοποίηση του παρισινού δημόσιου χώρου, αφού πρώτα κατέστρεψε τη γνώριμη μορφή της πόλης, όπως αυτή απεικονιζόταν στις μνήμες των κατοίκων της. Στη θέση της παλιάς πολιτικοποιημένης μορφής και ανάμνησης τοποθετήθηκε μια νέα λεία, χλιδάτη και λαμπερή εικόνα , που συντέθηκε από τα καφέ και τα καταστήματα γύρω από τις λεωφόρους, μια εικόνα με εμπορική διάσταση.
Κάτι αντίστοιχο, με πολύ βαρβαρότερες βέβαια μεθόδους, επιχειρείται στο πλαίσιο της «πουτινοποίησης» της Ουκρανίας. Οτιδήποτε εξέχει, υψώνεται, συνεχίζει να αντέχει και να αμύνεται, γίνεται στόχος για τον χωροθραύστη εισβολέα. Οβίδες, θερμοβαρικές βόμβες και βόμβες διασποράς, κάθε είδους πύραυλοι, πρόσφατα υπερηχητικοί, μετατρέπουν σε μπάζα, ματωμένα ερείπια και νεκρική σκόνη, οτιδήποτε θα αναχαίτιζε την αυτοκρατορική αναγέννηση.
Βέβαια, ο Οσμάν αντικατάστησε τα μπάζα της ισοπέδωσης με λαμπερές λεωφόρους, καφέ γεμάτα κομψούς αστούς και ελκυστικά καταστήματα. Άραγε η «πουτινοποίηση» σε δεύτερη φάση, αν οι Ουκρανοί ηττηθούν, θα γεμίσει τον λείο χώρο της κατάκτησης με καφέ και κλαμπ «Πόλεμος και Ειρήνη», θέατρα « Οι τρεις αδελφές» κα εμπορικά κέντρα «Αννα Καρένινα;» Τότε σε τέτοιους «καθαρισμένους» χώρους θα συχνάζουν όσοι στοιχειώνονται από την ιδέα πως αξίζει να ξαναζωντανέψεις μια πεθαμένη αυτοκρατορία με κάθε τίμημα, ισοπεδώνοντας αδίστακτα κάθε είδους εμπόδιο, έμψυχο και άψυχο, που εμποδίζει την αναγέννησή της.
Βέβαια, όσοι πιστεύουν κάτι τέτοιο θα έχουν παραδοθεί σε ένα είδος αναισθησίας, απάθειας που θα ενισχύεται από την ομοιογένεια, πολιτική ουδετερότητα και νεκρώσιμη πολιτιστική καθαρότητα τέτοιων λείων χώρων κατοχής. Και γενικά, όλη αυτή η πολεμική περιπέτεια θα έχει αυξήσει την ανθρώπινη απάθεια ίσως και των ίδιων των θυμάτων, ως αντίδοτο στην βαρβαρότητα του πολέμου, που ισοπέδωσε τις ζωές και την χώρα τους. Όπως πολύ ωραία το περιέγραψε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (Walter Benjamin) στο «Εμπειρία και Φτώχεια» (1933) αναφερόμενος στους ανθρώπους που επέστρεφαν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανίκανοι να επικοινωνήσουν, σιωπηρά σοκαρισμένοι από τις καταστροφές της πολεμικής τεχνολογίας:
«Μια γενιά που είχε πάει σχολείο σε δρόμους με άμαξες συρόμενες από άλογα, τώρα στεκόταν στον ανοιχτό ορίζοντα, στη μέση ενός τοπίου στο οποίο τίποτα δεν ήταν πια όμοιο εκτός από τα σύννεφα και, στο κέντρο του, σε ένα δυναμικό πεδίο από χειμαρρώδεις καταστροφές, και εκρήξεις το ισχνό, τρωτό ανθρώπινο σώμα»…