Λέει κάτι μια περσόνα- ινφλουένσερ- σελέμπριτι και γίνεται ο κακός χαμός. Αυτή τη φορά, ήταν η σειρά της Ιωάννας Τούνη. Βρήκε κλειστές μερικές ταβέρνες στους Παξούς, ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι με καύσωνα χωρίς προηγούμενο, και ενοχλήθηκε και έβγαλε και συμπέρασμα, ότι κάποιοι δεν θέλουν να δουλέψουν. Και βέβαια, το πόσταρε με στόμφο στο προφίλ της, στα κοινωνικά δίκτυα.
Θα μου πείτε, τι μας ενδιαφέρει η άποψη μιας κυρίας που η βασική της ασχολία είναι να μας δείχνει πόσο σεξοβόμβα φαίνεται; Όταν κάποιος έχει οκτακόσιες χιλιάδες διαδικτυακούς ακόλουθους, βγαίνει και η γνώμη του στην πρώτη γραμμή και σχολιάζεται. Έτσι πάνε αυτά.
Αλλά, ας μην δουλευόμαστε μεταξύ μας. Αυτό που έγραψε η κοπελιά με τους οκτακόσιους χιλιάδες ακόλουθους, είναι μια άποψη που την ακούς από αρκετούς, και ο καθένας την εκφράζει με τα δικά του λόγια. Περιμένει κανείς λίγο παραπάνω το σάντουιτς και τον καφέ να του έρθουν στην ξαπλώστρα; Λέει ότι το προσωπικό ξύνεται ή είναι ανοργάνωτο. Βρίσκει κλειστό ένα μαγαζί στο νησί; Στραβώνει και απορεί γιατί το έκλεισαν, εν μέσω τουριστικής περιόδου. Εχει πάει η κοπέλα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου τουαλέτα κι έμεινε άδειο το πόστο δέκα λεπτά; Δυσανασχετεί που πρέπει να περιμένει.
Πιστέψτε με, υπάρχουν πολλοί, αποκαμωμένοι και πεινασμένοι από την ραστώνη της ηλιοθεραπείας, τουρίστες, που θα γίνουν έξαλλοι μόλις δουν ταβέρνα με την ταμπέλα «Κλειστόν» μπροστά τους, και θα αντιδράσουν ακριβώς όπως η Τούνη. Απλώς, οι περισσότεροι δεν έχουν μια πόλη διαδικτυακούς ακόλουθους, για να δημιουργηθεί θέμα ολούθε.
Δεν λέω ότι όλα είναι τέλεια στον τουριστικό μηχανισμό της χώρας. Υπάρχουν μελανά σημεία, υπάρχουν άσχετοι, άχρηστοι και πονηροί, επαγγελματίες της κακιάς ώρας που ψάχνουν κορόιδα, κι όταν πέφτεις επάνω τους έχεις δίκιο να ενοχλείσαι.
Από την άλλη, όμως, και ο τουρίστας τού σήμερα έχει γίνει υπερβολικά απαιτητικός. Ίσως γιατί ζορίζεται τόσο πολύ απ’ την καθημερινότητα, που έχει ανάγει τις διακοπές του σε κάτι ιερό. Μια συνθήκη ξεκούρασης και αποφόρτισης τόσο ακριβή (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που όταν μπαίνει μέσα της δεν θέλει τίποτα λιγότερο από το να τον υπηρετούν, όπως υπηρετούν έναν άρχοντα στο παλάτι του. Ο τουρίστας τού σήμερα, όταν φτάνει στον τόπο παραθερισμού του, έχει την αίσθηση ότι πρέπει να του συμπεριφερθούν σαν τοτέμ, ή έστω, σαν κακομαθημένο παιδί που του γίνονται όλα τα χατίρια.
Οι εργαζόμενοι στον τουρισμό το ξέρουν πολύ καλά αυτό. Και παλεύουν συνεχώς με το τέρας που λέγεται «ικανοποίηση του πελάτη». Ολόκληρα εγχειρίδια έχουν γραφτεί και γράφονται για το πώς μπορείς να κρατήσεις τον τουρίστα ευχαριστημένο, ώστε να επιστρέψει με μια ειδυλλιακή εμπειρία διακοπών στις βαλίτσες του. Αυτή η εμπειρία είναι που μπορεί να τον ξαναφέρει πίσω, κάποιο επόμενο καλοκαίρι.
Υπάρχουν, όμως, και όρια. Προφανώς, οι ιδιοκτήτες στις ταβέρνες στους Παξούς έκριναν ότι οι υψηλές θερμοκρασίες τού φετινού καύσωνα είναι απαγορευτικές για να εργαστεί άνθρωπος μέσα στις επιχειρήσεις τους, το μεσημέρι. Και όσο κι αν αυτό κακοφαίνεται σε κάποιον που το βλέπει από την πλευρά του τουρίστα, είναι το σωστό για τον εργαζόμενο.
Ναι, θέλουμε οι διακοπές μας να είναι αρχοντικές. Θέλουμε να κυλάνε όλα ρολόι και να μην βρίσκεται εμπόδιο στο δρόμο μας. Θέλουμε το νησί να μας στρώνει κόκκινο χαλί και να μας νταντεύει. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο τουρισμός έχει δύσκολα πόστα, θέσεις εργασίας που είναι σκέτη κόλαση. Άνθρωποι βγάζουν το μεροκάματο τους τα καλοκαίρια κάτω απ’ τον ήλιο, πάνω στην καυτή άμμο, μέσα σε κουζίνες που βράζουν και πάνω από ψησταριές που καίνε. Αν κάποια μέρα δεν τους βρούμε στο πόστο τους, δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι είναι τεμπέληδες και αποφεύγουν τη δουλειά.
Δεν έχουμε άδικο που πάμε στις διακοπές με απαιτήσεις, είμαστε κι εμείς ταλαίπωροι. Αλλά ας βάλουμε και λίγη κατανόηση και ενσυναίσθηση στις βαλίτσες μας για τον ταλαίπωρο εργαζόμενο του ελληνικού, καυτού καλοκαιριού.
ΥΓ. Διαβάστε το κείμενο του Στάθη Παχίδη για τα γκαρσονάκια της καυτής άμμου.