Παραδοσιακά, όταν εμείς οι «Αθηναίοι» ανεβαίναμε στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης μαζί με τους πρωθυπουργούς, οι Θεσσαλονικείς έπαιρναν των οματιών τους. Προκειμένου να μην μπορούν να κυκλοφορήσουν στην πόλη τους, καβάλαγαν τα αμάξια τους και πήγαιναν στην Χαλκιδική μέχρι να περάσει η λαίλαπα των πρωτευουσιάνων. Αναφέρομαι κυρίως στις προ κρίσης δεκαετίες, τότε που η θάλασσα ήτανε γιαούρτι και όλοι (όσοι ανέβαιναν προς βορρά) είχαν από δυο τρία κουτάλια στην τσέπη για να φάνε μέχρι να σκάσουν.
Η άνοδος των Μυρίων της Αθήνας άρχιζε την Παρασκευή το πρωί του πρώτου Σαββατοκύριακου του Σεπτεμβρίου και οι τελευταίοι αποχωρούσαν την Κυριακή αργά το βράδυ. Κι όσο οι Αθηναίοι κατέφθαναν στην πόλη από το αεροδρόμιο και τον εθνικό δρόμο, τόσο φράκαρε ο δρόμος προς το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής απ’ τους ντόπιους που την κοπανούσαν. Το πληθυσμιακό ισοζύγιο της Νύμφης του Θερμαϊκού παρέμενε μηδενικό, που θα ‘λεγε και κάποιος σημερινός τεχνοκράτης.
Αυτοί που έφευγαν, ήξεραν γιατί έφευγαν: Διότι σιχαίνονταν αυτούς που έρχονταν. Όχι τους ίδιους ως άτομα, αλλά την νοοτροπία τους και πρωτίστως την αλαζονεία τους. Αυτοί που έρχονταν είχαν μια αμυδρή εικόνα για τους σκοπούς του ταξιδιού τους. Διογκωμένες προσδοκίες κάτω απ’ τον Λευκό Πύργο που καλύπτονταν πίσω από αόριστες δικαιολογίες. Εκτός από έναν μικρότατο κύκλο ανθρώπων που είχαν πράγματι δουλειά εκεί πάνω, όλοι οι υπόλοιποι ήθελαν απλώς «να είναι μέσα στα πράγματα».
Ο Αθηναίος που γέμιζε την βαλίτσα του και ακολουθούσε στην Θεσσαλονίκη τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Κώστα Σημίτη και τον Κώστα Καραμανλή (μιλάμε για τουλάχιστον είκοσι πέντε χρόνια ιστορία), είχε πολύ συγκεκριμένο προφίλ. Ήταν είτε μέλος του πολιτικού προσωπικού της χώρας (υπουργός, υφυπουργός, γραμματέας, διοικητής, νομάρχης, επικεφαλής δημόσιου ή κοινωνικού φορέα, κομματικό στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος), είτε παρατρεχάμενος όλων τούτων.
Ηταν επίσης δημοσιογράφος (για να καλύψει τον Πρωθυπουργό και όσους ήταν μέσα στα πράγματα), συνδικαλιστής για να διαδηλώσει στις πάγιες συγκεντρώσεις έξω απ’ το «Βελλίδειο» την ώρα της πρωθυπουργικής ομιλίας ή αστυνομικός που ερχόταν για να φυλάξει το πολιτικό προσωπικό απ’ τους διαδηλωτές. Το σύνολο του μετακινούμενου πληθυσμού προς βορρά ήταν μερικές χιλιάδες. Άπαντες μετακινούμενοι με κρατικό χρήμα.
Όσοι διέθεταν κρατικό αμάξι ανέβαιναν με αεροπλάνο και έστελναν από την προηγούμενη το αυτοκίνητο με τον οδηγό τους για τις εκεί μετακινήσεις τους. Κάθε μεγαλοσχήμων κουβαλούσε τον διευθυντή του γραφείου του και τις ιδιαιτέρες του, συχνά αφήνοντας την γυναίκα του πίσω στην πρωτεύουσα. Ολοι οι δημόσιοι οργανισμοί και τα ασφαλιστικά ταμεία κανόνιζαν –τιμής ένεκεν και καλά- συνεδρίαση του Διοικητικού τους Συμβουλίου στην Θεσσαλονίκη, ανεβάζοντας δέκα ή δεκαπέντε άτομα με εισιτήρια και έξοδα πληρωμένα φυσικά.
Πεντάστερα και τετράστερα της εποχής μετέτρεπαν το σύνολο των δωματίων τους σε μονόκλινα, τα λόμπι του «Μακεδονία Παλλάς» (όπου κατέλυε ο Πρωθυπουργός) και των κεντρικών ξενοδοχείων ήταν πάντα γεμάτα από περιφερόμενους παράγοντες, τα εστιατόρια, τα ψαράδικα και τα πολυτελή φαγάδικα δεν είχαν τραπέζια να βολέψουν τον κόσμο, τα μπουζούκια τα βράδια Παρασκευής και Σαββάτου γνώριζαν δόξες. Εξω από την «Πύλη Αξιού», τα τηλεοπτικά συνεργεία ήταν σειρά.
Ιστορίες πολιτικής ίντριγκας, οικονομικών συναλλαγών και προσωρινών ερώτων γράφτηκαν στις ΔΕΘ, σκεπασμένες με την απατηλή αίγλη της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας. Όλοι οι «τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» ήταν εκεί. Οι Θεσσαλονικείς, εκτός από τους τοπικούς αξιωματούχους, έλειπαν. Τα κόστη ήταν θηριώδη, αλλά πιο θηριώδες ήταν αυτό το κλίμα αμεριμνησίας και αναισθησίας των πολιτικών και κοινωνικών ηγητόρων της χώρας που συνωστίζονταν στην Θεσσαλονίκη κάθε Σεπτέμβρη.
Η ομιλία του Πρωθυπουργού στο «Βελλίδειο» και η συνέντευξη Τύπου, στην πραγματικότητα ήταν οι παρανυχίδες αυτής της έξαλλης εκστρατείας που κόπηκε μαχαίρι από την οικονομική κρίση. Το κράτος περιόρισε τα έξοδα του, οι οργανισμοί δεν είχαν περισσεύματα για να καλοπερνούν τα στελέχη τους, τα μέσα ενημέρωσης έκλεισαν την στρόφιγκα γιθα τους μεγαλοδημοσιογράφους τους. Τα τελευταία χρόνια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το φαινόμενο άρχισε να ξαναεμφανίζεται δειλά-δειλά, ποτέ όμως δεν απέκτησε την παλιά του ποταπή μεγαλοπρέπεια. Ελπίζω με τούτη την κυβέρνηση να μην διαπιστώσουμε μια σαχλή επανάληψη παλιών αμαρτιών. Δεν είναι και δύσκολο, ξέρετε…
ΥΓ. Απ’ όλες τις προσωπικές και πολιτικές ιστορίες που θα ακούσετε από παλιούς για τις ΔΕΘ, οι πιο μούφα είναι αυτές που διηγούνται οι «Αθηναίοι» για τις Θεσσαλονικιές που «έριχναν» μόλις ανέβαιναν πάνω. Όπου ακούτε τέτοια, να χαμογελάτε καλοσυνάτα. Όσες Θεσσαλονικιές δεν ήταν στην Χαλκιδική, στραβομουτσούνιαζαν μόλις έβλεπαν τα πρωτευουσιάνικα παγώνια να τις κοιτάνε κι έφευγαν πέρα κουνώντας το κεφάλι τους για τα λιγούρια από τον Νότο…