Μοιάζει να είναι πλέον κοινός τόπος, επιβεβαιώνεται από όλες τις δημοσκοπήσεις, ακόμα και από αυτές που δημοσιεύονται σε έντυπα φίλα προσκείμενα στον ΣΥΡΙΖΑ: η ανάδειξη του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής –εμφατική δίχως άλλο, τόσο λόγω του εύρους της νίκης τους όσο και λόγω της μεγάλης συμμετοχής των ψηφοφόρων στις δύο διαδοχικές κάλπες– αναμόχλευσε τα, εδώ και σχεδόν μια διετία, στάσιμα νερά του πολιτικού σκηνικού: πλέον στο γήπεδο του πολιτικού ανταγωνισμού υπάρχει ένας ακόμη παίκτης, a new kid in the block, που λένε και οι Αγγλοσάξoνες.
Από τις πρώτες του κινήσεις εξάλλου ο κ. Ανδρουλάκης άρχισε να επιδιώκει την πολιτική μόχλευση αυτής της προίκας, η λιτή εμφάνισή του και οι συνθετικές επιλογές στην πρεμιέρα του στην ΚΟ του ΚΙΝΑΛ αλλά και η παρουσία του κατόπιν στη Βουλή, έστω και εκτός Ολομελείας, την ημέρα της ψήφισης του Προϋπολογισμού, έδωσαν ένα πρώτο θετικό δείγμα γραφής, που κάνει τους αναλυτές να εκτιμούν ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί την υπό συνθήκες «προνομιούχο» θέση του κόμματός του.
(Είναι προνομιούχος η θέση του ΚΙΝΑΛ, διότι μετά τις εκλογές του 2019 και για πρώτη φορά μετά από το 1961 –με εξαίρεση το 1977 και το 2012 που ΕΔΗΚ και ΠΑΣΟΚ ήταν σε αποδρομή– το τρίτο κόμμα βρίσκεται, σε όρους πολιτικού φάσματος, ανάμεσα στα δύο πρώτα κόμματα και όχι εκατέρωθεν αυτών, ενώ παράλληλα βρίσκεται σε άνοδο).
Είναι επομένως αναμενόμενο τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ να «μετρούν» αυτή τη νέα δυναμική του ΚΙΝΑΛ και του κ. Ανδρουλάκη. Κι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ έχουν το πλεονέκτημα, ως κυβέρνηση, να έχουν τον πρώτο λόγο για να διαμορφώνουν τις πολιτικές εξελίξεις με το ισχυρό όπλο τον χρόνο διεξαγωγής των διπλών εκλογών, και άρα να θέτουν τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού μέχρι τότε, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την Κουμουνδούρου.
Μολονότι ο Αλέξης Τσίπρας και οι άλλοι υψηλόβαθμοι του ΣΥΡΙΖΑ απέφυγαν να κάνουν κάποια παρέμβαση κατά την προεκλογική περίοδο στο ΚΙΝΑΛ, η εκλογή του κ. Ανδρουλάκη πιέζει εμφανώς την αξιωματική αντιπολίτευση. Οι πρώτες αντιδράσεις δείχνουν τουλάχιστον μια αμηχανία του επίσημου ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά την στρατηγική αντιμετώπισης του νέου αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ενώ για όσους παρατηρούν τι γίνεται στα social media, η επιθετικότητα κατά του κ. Ανδρουλάκη και βεβαίως κατά των «κακών» δημοσκόπων κυριαρχεί.
Το πώς θα αντιμετωπίσει ο ΣΥΡΙΖΑ το φαινόμενο Ανδρουλάκη, πέρα από τη δράση των διαφόρων «στρατών» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχει δύο άξονες, δύο διαφορετικές τάσεις.
Σύμφωνα με τη μία εξ αυτών ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να καταφύγει στο λεγόμενο σκληρό ροκ, σε μια ακραία αντιδεξιά μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, επιχειρώντας με τον τρόπο αυτό να παρασύρει τη νέα ηγεσία του ΚΙΝΑΛ σε αυτή τη γραμμή και να μην της επιστρέψει να δώσει το δικό της στίγμα και να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του κ. Τσίπρα, στην αντιπολίτευση. Υπό αυτό το πρίσμα η πρόσφατη έκρηξη του Παναγιώτη Κουρουμπλή στη Βουλή έχει μια κάπως διαφορετική ανάγνωση: ήταν μια προγραμματισμένη και όχι αναπάντεχη παλαιοπασοκική αντιδεξιά τακτική που θυμίζει Κουτσόγιωργα, ώστε να προκληθούν αντιδεξιά αντανακλαστικά και να συρθεί το ΚΙΝΑΛ πίσω από αυτή. Ο Κουρουμπλής το έκανε άγαρμπα και πλήρωσε το μάρμαρο, αλλά σε κάθε περίπτωση τού ΣΥΡΙΖΑ δεν του βγήκε.
Η άλλη τάση έχει ως βασική λογική να τεθούν προς τον κ. Ανδρουλάκη και το ΚΙΝΑΛ διλήμματα για την πολυσυζητημένη συνεργασία των «προοδευτικών» δυνάμεων, με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Εξ ου και το επίμονο το φλερτ για κοινό μέτωπο της αντιπολίτευσης.
Με την ομιλία του στην Βουλή στη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό, ο κ. Τσίπρας επιχείρησε να συγκεράσει και τις δύο προσεγγίσεις: και αντιδεξιά ρητορική και προοδευτικό μέτωπο. Μάλλον χωρίς αποτέλεσμα. Το ΚΙΝΑΛ έδειξε μια συνέπεια και μετριοπάθεια ψηφίζοντας, για παράδειγμα, τις αμυντικές δαπάνες, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έμεινε σε αυτό μόνος να φωνάζει ξαφνικά για εκλογές και τον κ. Τσίπρα να προσπαθεί μετά να εξηγήσει γιατί τις ζήτησε.
Τι θα κάνει ο κ. Ανδρουλάκης; Δεν είναι ούτε πρέπει να γίνει «αντι-Τσίπρας» του ενδιαμέσου χώρου – ούτε και «αντι- Μητσοτάκης», βέβαια. Δεν έχει ανάγκη τέτοιο ρόλο. Μάλλον θα χάσει παρά θα κερδίσει αν υιοθετήσει κάτι τέτοιο.
Εχει τον χρόνο να δώσει πολιτικό περιεχόμενο στο έως τώρα γενικό και μάλλον ασαφές τρίπτυχο Ανανέωση – Ενότητα – Πολιτική Αυτονομία που ήταν η προεκλογική του σημαία. Εχει τον χρόνο να αξιοποιήσει ικανά στελέχη ανεξάρτητα αν στήριξαν ή όχι τον νέο αρχηγό και να επιχειρήσει μια αμφίπλευρη διεύρυνση που μπορεί να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ ως αντίπαλου πόλου της ΝΔ του κ. Μητσοτάκη. Ιδίως μάλιστα όταν όλοι προεξοφλούν διπλή εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ όποτε ο κ. Μητσοτάκης αποφασίσει να στηθούν κάλπες.