Ο αγαπημένος φίλος μας Ευάγγελος έχει πολύ «παιδί» μέσα του. Προ ημερών, μας έταξε για να τους επισκεφτούμε στο νησί τους: «Ελάτε και θα σημαιοστολίσω το σπίτι». Παρατηρώντας από τη στροφή του δρόμου σημαιάκια στο πανέμορφο σπίτι, το χωμένο μέσα στο πράσινο, λες και βλέπεις σελίδα από παιδικό παραμύθι, γελάσαμε και συγκινηθήκαμε. Το είπε και το έκανε! Πώς μπορείς να μην αγκαλιάσεις σφιχτά αυτόν και τη «Μαρία του»; Τι σακατιλίκι η μη αγκαλιά στα αδιανόητα χρόνια μας!
Μετά, έμπλεοι χαράς τον ακολουθήσαμε στο μποστάνι του. Καθώς μάζευε τη σοδιά της μέρας, η σκηνή με διακτίνισε στον Παπαντώνη (μακαρίτη πια) στο Κτικάδος Τήνου. Που μόλις χτυπούσε το ρολόι, σταματούσε τα κεριά στο κηροπλαστείο του, δρασκελούσε στο μποστάνι του με μια σακούλα και μάζευε τη γέννα γης μιας μέρας. Τον επιούσιο. Και ’γώ κάθε φορά δάκρυζα, γιατί έβλεπα στο άγιο «ελάχιστο» την ιερή αξία της αυτάρκειας.
Σε ετούτο το γρήγορο ταξίδι, ένα σωρό «ιερά» χαρήκαμε! Την ανατολή και τους ήχους που την αναγγέλλουν. Λες και μαέστρος καθοδηγεί πότε έναν κόκορα στο βάθος βάθος, πότε μια πάπια από άλλο βάθος, πότε έναν σκύλο από τη ρεματιά. Και τη νύχτα τα τριζόνια και τα κοράκια και το φεγγάρι στο κυπαρίσσι. Μια γαλήνη σαν παύση κόσμου… Τι γυρεύουμε εμείς στας Αθήνας; Στιγμιαία σκουντιά στην καρδιά. «Αύριο θέλουμε να σας περπατήσουμε σε ένα μονοπάτι. Πρέπει οπωσδήποτε να δεις τον Πύργο του Αθηναίου. Δεν θα πιστεύεις αυτό που βλέπεις» πέταξε η Μαρία. Και το συμφωνήσαμε.
Τι ταραχή θα ξεσήκωνε η άφιξή του! Τι «ευεργεσία» η αναστάτωση ενός «θεάματος» αντίθετου στην αργόσυρτη, βαρετή καθημερινότητα ενός χωριού! Αίφνης οι ντόπιες και οι ντόπιοι δεν θα προλάβαιναν να λένε, να λένε, να λένε! Στήνει η φαντασία μου παιδικά κεφαλάκια που κατασκόπευαν την πομπή να καταφθάνει από το λιμάνι. Νοητά κρυφακούω τα «Κάνε πιο ’κεί, ρε. Θέλω κι εγώ να δω!» της πιτσιρικαρίας. Εκείνος μπροστά μπροστά, αρχοντικός και κοσμογυρισμένος, πάνω σε άλογο και πίσω του σειρά από μουλάρια και Αφρικάνοι βαστάζοι να κουβαλάνε, ό,τι από τα «ξένα» δεν μπορούσε άνθρωπος να φανταστεί. Οι Αφρικάνοι κι αν θα ήταν θέαμα! Μήπως θα είχαν ξαναδεί Αφρικάνο στη ζωή τους; Και δεν τελείωναν εκεί τα θάματα… Οχι, βέβαια.
Ο Πύργος του Αθηναίου ήταν από μόνος του το απόλυτο αξιοθέατο. Μια πολλών τετραγωνικών, λεπτής αισθητικής βίλα ρυθμού Μπελ Επόκ, «στο πουθενά» των Στραπουριών Ανδρου. Ανεγέρθη γύρω στο 1910, ως γενναιόδωρη επέκταση του πατρικού του σπιτιού. Το πρώτο ιδιωτικό κτίριο που είχε δική του γεννήτρια και φωτιζόταν με ηλεκτρικό. (Υπάρχει ακόμα στην αποθήκη η γεννήτρια). Και που όλοι έσπευδαν να χαζεύουν «τα φώτα» και ακόμα «φωτεινότερα» πράγματα, όπως για παράδειγμα, εκείνον και τους καλεσμένους του να παρακολουθούν ταινίες κινηματογράφου που προβάλλονταν στην μπροστινή βεράντα. Α ρε Ελληνα! Μπορεί να σε δοξάζει ένας πλανήτης, αλλά ισολογισμό επιτυχίας κλείνεις μόνο στα μέρη σου. Λες και θα ακούσεις ποτέ «ευχαριστώ»… Λες και θα σε τιμήσει ποτέ το τόπος σου… Αλλά αυτό είναι το κάρμα του πετυχημένου Ελληνα.
Σας διηγούμαι την ενδιαφέρουσα ιστορία του Ιωάννη Αθηναίου, πρώτου ιδιοκτήτη του Πύργου, μια μορφή Ανδριώτη των αρχών του περασμένου αιώνα. Σε μικρή σχετικά ηλικία, εγκατέλειψε το νησί του για να εγκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου σπούδασε ζαχαροπλαστική. Ηταν τόσο μεγάλο το ταλέντο του αλλά και το εμπορικό του πνεύμα, που σύντομα εγκαινίασε στα ξένα χώματα το φημισμένο στα πέρατα του κόσμου «Patisserie Athineos». Σήμα κατατεθέν της αριστοκρατικής κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας τόσο, που η αίγλη του να διατηρείται μέχρι στις ημέρες μας, πάντα υπό το όνομα του Αθηναίου, ασχέτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Πέραν αυτού, ίδρυσε εργοστάσιο ψύξης και πάγου κι έκανε εξαγωγή εμφιαλωμένου νερού Σάριζας από το νησί του στην Αίγυπτο. Η αμύθητη περιουσία που απέκτησε, αλλά και οι σχέσεις του με την υψηλή κοινωνία, του προσέδωσαν μυθική διάσταση. Μέγας ευεργέτης για τον τόπο του, αλλά και μέντορας για πολλούς ζαχαροπλάστες απογόνους του, όπως π.χ. ο Γαλανός, που μετέφεραν τη γλυκιά γευστική γνώση στη Χώρα της Ανδρου.
Με τους αγαπημένους μου φίλους ως ξεναγούς, κατασκοπεύαμε σαν τα παιδιά ενός «κάποτε» πίσω από τη μάντρα, περπατήσαμε τον εγκαταλειμμένο κήπο, προσπαθήσαμε να δούμε από σπασμένα τζάμια παραθύρων. Ενα κτήμα πέντε στρεμμάτων, με θέα στη Χώρα και στη θάλασσα, κι ένας πύργος που λες βγήκε από παραμύθι και κατοικείται από στοιχειά. Σε πονάει η εγκατάλειψη. Εκείνο το χεράκι του ρόπτρου, θέλεις να το χαϊδέψεις. Μια μπανιέρα μπρούντζινη, βικτωριανή, αδίκως περιμένει. Ο,τι απόμεινε από ένα σωρό πλιάτσικα ρήμαξε και σπάραξε το σύμπαν. Τα σπίτια έχουν ψυχή. Απορείς πώς νησί εφοπλιστών, όπως καμαρώνει, δεν κατόρθωσε να σηκώσει το «βάρος» μνήμης ενός πύργου και ενός ευεργέτη και να το αναδείξει.
Για την ιστορία, ο Ι. Αθηναίος πέθανε το 1937, η σύζυγός του Κατίνα ερχόταν τακτικά μέχρι τον θάνατό της, το 1966. Τα τέσσερα παιδιά τους είχαν εγκατασταθεί στο μεταξύ στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μη έχοντας, ατυχώς, αποκτήσει κανένας τους απόγονο. Κάπως έτσι, αυτό το σπουδαίο περιουσιακό στοιχείο πέρασε σε δύο διαφορετικούς φορείς το 1985, που δεν έκαναν τίποτα για την αναστήλωσή και αναπαλαίωσή του, μέχρι που, από ό,τι έμαθα –και πολύ χάρηκα– κατέληξε πια στον Θοδωρή Γιαννούση, που συγκινήθηκε από το δραματικό και ανάξιο της ιστορίας του παρόν και αποφάσισε να αφιερωθεί σε ένα «στοίχημα», ως έργο ζωής, όπως το αποκαλεί.
Ονειρεύεται την αξιοποίησή του «Πύργου του Αθηναίου», ως ένα boutique hotel χρήσιμο για ένα νησί που αδικείται από τη μη ύπαρξη σοβαρών, σύγχρονων ξενοδοχειακών μονάδων, πλην του εξαιρετικού «Μικρά Αγγλία», επίσης στοίχημα ενός εξίσου εμπνευσμένου ζεύγους επιχειρηματιών του Γιάννη και της Ντόλης Βαλμά. Κλείνοντας τη βαριά μαντεμένια πόρτα του κήπου, αυθόρμητα έρχεται στη μνήμη μου μια μαρμάρινη πλάκα που είχα δει κάποτε στην εξώθυρα ενός αρχοντικού: «Σήμερον εμού και ουδέποτε τινός».
Τα σπίτια έχουν ψυχή. Τις περαστικές ψυχές που τα κατοίκησαν.
Η Ανδρος μιας διήμερης εκδρομής στους φίλους μας, μας χάρισε «ταξίδι» στο ταξίδι. Την έκπληξη, δηλαδή. Και μια θάλασσα… Να την πιεις στο ποτήρι! Στιγμές ζωής ενός ιερού σήμερον. Ουδέποτε διαπαντός.