| George Vitsaras / SOOC
Απόψεις

Ο ατομικισμός ως λανθάνον παράδειγμα στις Πανελλαδικές

Η παιδεία δεν βγάζει στην επιφάνεια την ψυχοσύνθεση του μαθητή, την ατομικότητά του, δεν αναζητά το πρόσωπο, αλλά το προσωπείο. Για αυτό και στην ενήλικη ζωή του ο μαθητής μετατρέπει ό,τι έχει βιώσει στη μικροκλίμακα του εξετασιοκεντρικού σχολείου σε έναν στρεβλό ατομικισμό
Αχιλλέας Ντελλής

Διάβασα το σαρκαστικό κείμενο του κ. Παχίδη για τα εξεταζόμενα θέματα της Γλώσσας και της Λογοτεχνίας στις Πανελλαδικές Εξετάσεις με χαρμολύπη. Και αυτό γιατί έθεσε επί τον τύπον των ήλων δύο πολύ σημαντικά ζητήματα που βρίσκονται στην καρδιά της εκπαίδευσής μας και της Παιδείας μας: τι κάνουμε με την προσωπική άποψη του μαθητή και πώς την αξιολογούμε.

Ακολουθώντας την αρχική δομή του κειμένου του κ. Παχίδη, θα αντιπαραβάλω τις ερωτήσεις στις οποίες εξετάστηκαν οι μαθητές με αυτές που θα διατυπώνονταν αν οι θεματοδότες ακολουθούσαν το πρόγραμμα σπουδών που υπάρχει στη Γ´Λυκείου.

Αντί για την ερώτηση: «Ποιο είναι το θέμα του ποιήματος, κατά τη γνώμη σας; Ποιο ρόλο έχει η Ποίηση στην προσωπική σας ζωή;», η ερώτηση: «Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το θέμα του ποιήματος; Ποια είναι η άποψή σας για τον τρόπο που το ποιητικό υποκείμενο το αντιμετωπίζει;».

Και αντί για την έκθεση:

«Ποια είναι η σχέση σας με την ανάγνωση βιβλίων και ποιος ο ρόλος της στη γενικότερη διαχείριση του προσωπικού σας χρόνου; Με αφόρμηση τα Κείμενα 1 και 2 αποφασίζετε να καταθέσετε την προσωπική σας εμπειρία στο ιστολόγιο του σχολείου σας. Να δικαιολογήσετε την όποια επιλογή σας (300-350 λέξεις)».

Οι τρεις εναλλακτικές διατυπώσεις:

«Tο διάβασμα είναι υποχρεωτικά καλύτερο από ένα ντοκιμαντέρ; Για ποιους λόγους;» ή
«Προτιμάτε την ανάγνωση σε έντυπη ή ψηφιακή μορφή;» ή
«Επιλέγετε στον ελεύθερο χρόνο σας να διαβάσετε ένα βιβλίο ή να δείτε μια ταινία ή σειρά;».

Με μια πρώτη ματιά, φαίνονται κάποιες διαφορές. Αν βρεθεί όμως κάποιος στη θέση των μαθητών, θα αισθανθεί στο πετσί του ένα χάσμα να τις χωρίζει. Γιατί στις εναλλακτικές διατυπώσεις, η προσωπική άποψη, ενώ ζητείται, δεν υπερτονίζεται, σε αντίθεση με αυτό που έγινε στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, όπου το «εγώ» προτάσσεται εμφατικά και θα έλεγα δικαιωματικά και με στρεβλό τρόπο.

Στις εναλλακτικές ερωτήσεις, το «εγώ» δύναται να αναδυθεί, αλλά χρειάζεται τη λογική του επιχειρήματος για να παρουσιάσει το συναισθηματικό του κόσμο. Αντίθετα, η αφετηρία στις ερωτήσεις που δόθηκαν στους μαθητές ξεκινάει από ένα ηθικολογικό πλαίσιο, ένα φρονηματισμό παλαιού τύπου (σαν τις ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του 1960 – τα βιβλία σε κάνουν καλό άνθρωπο, η ποίηση είναι καλή) που μπορεί πολύ εύκολα να καταλήξει σε τέτοιες ατραπούς ηθικολογικής υποκρισίας, που επισημαίνονται και στο κείμενο του κ. Παχίδη. Στις εναλλακτικές ερωτήσεις το «εγώ» δεν χειραγωγείται προς μια κατεύθυνση, όπως γίνεται με τα διατυπωθέντα θέματα των εξετάσεων, αλλά αφήνεται, όχι άναρχο, ελεύθερο, αλλά εντός της λογικής ενός επιχειρηματολογικού κειμένου.

Το ζήτημα που προκύπτει είναι πολύ σοβαρό, τη στιγμή που η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων (ΚΕΕ) το καταντά τραγελαφικό. Βρισκόμαστε ως πολιτισμός, ως παιδεία, ως εκπαίδευση, στο σημείο, στην αναγκαιότητα την ιστορική να εντάξουμε, για μια σειρά από λόγους, το άτομο, την ευθύνη του, την επιχειρηματολογία του, την υποκειμενικότητά του, την ιδιοπροσωπία του, τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο στον οποίο θα πορευτεί ως ενήλικας. Αυτός είναι ο πυρήνας του προγράμματος σπουδών στη Γλώσσα και στη Λογοτεχνία, όπως το σκέφτηκαν οι συντάκτες του. Βασίζεται στη χρυσή τομή της λογικής με το συναίσθημα. Και είναι μείζον το ζήτημα γιατί η Πολιτεία μας πάσχει από αυτήν ακριβώς την έλλειψη της ιδιοπροσωπίας· η παιδεία δεν βγάζει στην επιφάνεια την ψυχοσύνθεση του μαθητή, την ατομικότητά του, δεν αναζητά το πρόσωπο, αλλά το προσωπείο. Για αυτό και στην ενήλικη ζωή του ο μαθητής μετατρέπει ό,τι έχει βιώσει στη μικροκλίμακα του εξετασιοκεντρικού σχολείου σε έναν στρεβλό ατομικισμό, που είναι απόρροια της μη ανάληψης από τη μια της ευθύνης των πράξεων και των λόγων και από την άλλη της εντιμότητας έναντι της εαυτότητας και των συμπολιτών.

Και η ζημιά που γίνεται με τον τρόπο που διατυπώθηκαν οι ερωτήσεις (ασαφείς, αντιφάσκουσες, άπνευστες, και πάνω από όλα σκόπιμα χειραγωγικές) δεικνύει τις χρόνιες ανεπάρκειες και τις παθολογίες του ανθρωπότυπου που χτίζουμε: υποκρισία ως στάση ζωής, ανεντιμότητα έναντι των διπλανών, ατομικισμός. Αυτά προτάσσονται ως αξίωμα για την ενήλικη ζωή. Και το ζήτημα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, γιατί η ΚΕΕ έδωσε και ενδεικτικές (με επιστημονικά λάθη) απαντήσεις στις οποίες η αξιολόγηση μετριέται με ποσοτικά κριτήρια και όχι ποιοτικά, τη στιγμή που μια ολόκληρη σχολική χρονιά η εκπαιδευτική κοινότητα (εκπαιδευτικοί και μαθητές) βαθμολογούσε με ποιοτικά κριτήρια (π.χ. ελέγχοντας την ποιότητα του επιχειρήματος και όχι την ποσότητα των βαρύγδουπων ιδεών), όπως θεσπίστηκαν από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ).

Η ΚΕΕ τα πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων, εκμαυλίζοντας την υποκειμενικότητα του μαθητή και την προσπάθεια του εκπαιδευτικού να αξιολογήσει την επιχειρηματολογία ενός ενήλικα πολίτη. Είναι πολύ πιθανόν το κάθε εξεταστικό κέντρο να ακολουθήσει το δικό του μπαϊράκι, ο κάθε εκπαιδευτικός να αξιολογήσει κατά το δοκούν, πράγμα που θα οδηγήσει σε αποκλίνουσες βαθμολογήσεις. Η ΚΕΕ έδωσε τον ρυθμό, αφού αγνόησε ένα θεσμικό πλαίσιο αρχών, πράττοντας ένα μεταμοντέρνο πραξικόπημα εν κρυπτώ και παραβύστω, αφού δεν λογοδοτεί πουθενά! Το ΙΕΠ φέρει εξίσου τεράστια ευθύνη παιδαγωγικά και διδακτικά-δεν γνωρίζω αν υπάρχουν και νομικές επιπλοκές έναντι της εκπαιδευτικής κοινότητας και θέμα συνταγματικής ισότητας των υποψηφίων. Σίγουρα όμως υπάρχουν ηθικά ζητήματα.

Για ακόμη μια φορά και σε λίγο χρονικό διάστημα (μετά το νομοσχέδιο) η ανώτερη εκπαιδευτική ιεραρχία (ΙΕΠ, ΚΕΕ) διαπιστώνεται με σοβαρές ανεπάρκειες, αφού δεν γνωρίζει ένα κεφαλαιώδες αίτημα: τι κάνει με «το στοιχείο του «προσωπικού» (που) μοιάζει κυρίαρχο για πρώτη φορά στα εξεταστικά χρονικά, όπως γράφει εύστοχα ο κ. Παχίδης. Δεν γνωρίζει την περιπετειώδη ιστορία των ιδεών που διαμόρφωσαν τη νεοελληνική φυσιογνωμία και τη νεοελληνική εκπαίδευση. Αυτό μπορεί να θλίβει, αλλά είναι μια πραγματικότητα. Είναι όμως περισσότερο θλιβερό να θυσιάζεται ό,τι καλύτερο έχουμε, η νεότερη γενιά, για την εξυπηρέτηση αμφισβητούμενης αξίας κινήτρων ή προσωπικών συμφερόντων ή ιδεοληπτικών-ναρκισσιστικών εμμονών. Και είναι απογοητευτικό σε μια κοινωνία με τόση αδύναμη θεσμική ιστορία, οι Πανελλαδικές να αναπαράγουν πρότυπα μικρόνοιας, υποκρισίας και ατομικισμού, ενώ θα μπορούσαν με το νέο πρόγραμμα σπουδών να αναζητήσουν για πρώτη φορά στην εκπαίδευσή μας το γνήσιο της φωνής των μαθητών, τη χρυσή τομή της λογικής με το συναίσθημα.

Λανθάνει ένας συνδυασμός παραγόντων, σκόπιμης διαστρέβλωσης, ανικανότητας, και φοβίας έναντι της υποκειμενικότητας. Στρώνεται εκούσια ή ακούσια ο δρόμος για να συκοφαντηθεί το μέγα ζητούμενο της νεοελληνικής εκπαίδευσης, όπως το έγραφε ο Δελμούζος πριν από 100 χρόνια. Η παιδεία, έλεγε, για να επιτελέσει σε μια χώρα τον προορισμό της, πρέπει να στηρίζεται μεταξύ άλλων παραγόντων σε ένα ορισμένο παιδί, το ελληνόπουλο, «με την ψυχοσύνθεσή του που δεν έχει ακόμη εξερευνηθεί». Εν τέλει, οι Πανελλαδικές ως συγκεφαλαίωση πολιτισμική και εκπαιδευτική δηλούν ότι το σχολείο αρμενίζει στραβά και προς την παθογένεια ενός πολίτη με προσωπείο και επιφανειακή ρηχότητα παρά τις βαρύγδουπες εξαγγελίες για «critical thinking».


*Ο Αχιλλέας Ντελλής είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Π. Γενικό Λύκειο Αθηνών-Γεννάδειο, μέλος του European Film Focus Group, υπότροφος Fulbright 2019