Παρατηρώ μια σύγχυση που τείνει να πλήξει τον λεπτό και ευαίσθητο χώρο τού Σχολείου και να βλάψει έως και να ακυρώσει τον ρόλο των εκπαιδευτικών μας, τον ρόλο τού Έλληνα δασκάλου στα μάτια τής κοινωνίας μας.
(α) «Μη επιστρέψουν οι μαθητές στο Σχολείο»! Ακόμη και οι μεγαλύτεροι ηλικιακά μαθητές τού Γυμνασίου και Λυκείου! Κινδυνεύουν! Θα αρρωστήσουν! Θα μεταφέρουν τον ιό σπίτι τους, στους δικούς τους! Επίκειται συμφορά !
(β) «Μη εμφανισθούν τηλεοπτικά οι δάσκαλοι (όλων των σχολικών βαθμίδων) να διδάσκουν μέσα στην τάξη»! Θα εκτεθούν στα μάτια τού κόσμου! Των μαθητών τους, των γονέων των μαθητών τους, τού περιβάλλοντος των μαθητών τους, των πάντων! Θα γίνει το μάθημα, μαθητές και ιδίως οι δάσκαλοι, «reality show»!
Δεν θα αποδώσω προθέσεις (πολιτική σκοπιμότητα, συνδικαλιστική υπερπροστασία, δήθεν αποφυγή εργασίας και άλλα «συνομωσιολογικά») σε όσους υποστηρίζουν τέτοιες απόψεις. Έτσι εκτιμούν τα πράγματα και έχουν δικαίωμα και υποχρέωση ως εκλεγμένοι εκπρόσωποι ή ως εκλεγμένοι πολιτικοί να υποστηρίξουν δημόσια τις απόψεις τους.
Κι εμείς, όμως, οι «άλλοι», όσοι ασχολούμεθα επί χρόνια με την Εκπαίδευση, όσοι επί χρόνια εκπαιδεύουμε τους διδάσκοντες έχοντας χιλιάδες μαθητές μας στην μαχομένη Εκπαίδευση, όσοι είμαστε οι ίδιοι δάσκαλοι —με την ευρύτητα και τη βαρύτητα αυτού τού όρου— δικαιούμεθα, ελπίζω, να έχουμε την δική μας εκτίμηση των πραγμάτων. Αυτή την εκτίμηση-άποψη εκφράζω εδώ.
(α) Ως προς την μη επιστροφή των μαθητών στο Σχολείο, φρονώ ότι πρόκειται για λανθασμένη έως προκλητική άποψη, αντιφατική προς την ίδια την έννοια τού Σχολείου. Το Σχολείο είναι ο φυσικός και οικείος χώρος τού μαθητή. Είναι η προέκταση και το επίκεντρο τής ζωής κάθε παιδιού όσο είναι μαθητής, δηλ. επί 12 χρόνια (6 Δημοτικό, 3 Γυμνάσιο, 3 Λύκειο —ίσως και επί 14 χρόνια, αν υπολογισθούν και τα 2 τού Νηπιαγωγείου). Είναι «το δεύτερο σπίτι του» ψυχολογικά, κοινωνικά, παιδευτικά. Είναι το άμεσο εξωοικογενειακό του περιβάλλον: οι συμμαθητές του, οι δάσκαλοί του, οι σχολικές δραστηριότητες (γιορτές, εκδηλώσεις, εκδρομές, επισκέψεις, παιχνίδια, αθλητικοί αγώνες κ.λπ.), ακόμη και ο φυσικός χώρος τού σχολείου (η τάξη, η αυλή, το εργαστήριο ή ο χώρος γυμναστικής-άθλησης όπου υπάρχει). Με δυο λόγια, είναι «ο κόσμος τού σχολείου» μέσα στον οποίο εντάσσεται, δραστηριοποιείται και υπάρχει κάθε μαθητής. Επομένως, το να κρατάς τον μαθητή μακριά και έξω από το σχολείο ισοδυναμεί με το να τον κρατάς μακριά από τον φυσικό του χώρο∙ να αίρεις την κανονικότητα τής ζωής του∙ να τον κρατάς «σε κατ’ οίκον περιορισμό», δίκην τιμωρίας. Κι αυτό αφορά σε πάνω από 600.000 πληθυσμό, που είναι οι μαθητές των Γυμνασίων-Λυκείων στην Ελλάδα.
Και το ερώτημα είναι: ποιος μας δίνει το κατ’ εξακολούθησιν δικαίωμα τής «υπερπροστασίας» των μαθητών μας, … «για το καλό τους» που λέει και το τραγούδι. Και όταν οι ειδικοί (επιστήμονες γιατροί που οδήγησαν σωστά το καράβι μέχρι σήμερα) συμβουλεύουν να επιστρέψουν οι μαθητές στα Σχολεία. Επιφυλάξεις υπάρχουν — και ευλόγως λόγω προβλημάτων στον χειρισμό τής υγιεινής τους— για τα μικρά και τα πολύ μικρά παιδιά, έναν πληθυσμό περί τις 750.000 μαθητών στην Ελλάδα, για τα οποία θα μας ενημερώσουν υπεύθυνα πάλι οι ειδικοί επιστήμονες οσονούπω.
(β) Ας έλθουμε στους δασκάλους, τους εκπαιδευτικούς μας. Όσοι τους γνωρίζουμε από κοντά ως μαθητές μας, ως συνεργάτες σε ποικίλες σχολικές δραστηριότητες, ως ομιλητές και συνομιλητές σε εκπαιδευτικά Συνέδρια, Ημερίδες και επιμορφωτικές συναντήσεις τρέφουμε εκτίμηση για τους μαχομένους εκπαιδευτικούς μας ως δασκάλους που συχνά υπό αντίξοες συνθήκες και με όχι ζηλευτές αποδοχές διεξάγουν αγώνα μέσα στο σχολείο και στην τάξη τους.
Πώς μας ήρθε τώρα, που αρχίζουμε με προσεκτικά βήματα με τη σταδιακή υποχώρηση τής πανδημίας να επιστρέφουμε στον φυσικό και για τον δάσκαλο χώρο τού Σχολείου, να αμφισβητούμε τους δασκάλους στην πράξη; Να λέμε έμμεσα και φοβικά ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν οι εκπαιδευτικοί μας ως δάσκαλοι μέσα στην τάξη, μπροστά στα μάτια των (καθημερινών και οικείων) μαθητών τους ζωντανά ή εξ αποστάσεως; Φοβόμαστε να δείχνουμε το τίμιο πρόσωπο τού Έλληνα δασκάλου όταν διδάσκει μέσα στην τάξη; Έχουν δώσει δείγματα —στην πλειονότητά τους— οι εκπαιδευτικοί μας ότι είναι ανεπαρκείς; Τους προστατεύουμε μήπως εκτεθούν μπροστά στα μάτια των μαθητών τους ή και των γονέων των μαθητών τους, αν λόγω τηλεμαθημάτων φανεί η φυσική παρουσία τους; Γιατί, βέβαια, σ’ αυτούς, τους δασκάλους δηλ. αναφερόμαστε, όντας δεδομένο και εκτός πάσης σοβαρής συζητήσεως ότι οι μαθητές μέσα στην τάξη ή μέσα από το σπίτι τους δεν επιτρέπεται να εμφανίζονται δημόσια και ούτε εμφανίζονται.
Και τι είναι ο δάσκαλος που θα μιλάει χωρίς τη φυσική του παρουσία; Είναι μια φωνή που έρχεται από το πουθενά; Τι είναι η τηλεδιδασκαλία, τηλεφωνική σύνδεση ή ραδιόφωνο; Είναι σωστό και αποδεκτό και τιμητικό για τον δάσκαλο να είναι… η αόρατη κεφαλή; Μας ενοχλεί η μορφή τού δασκάλου που διδάσκει; Αυτή την εκτίμηση έχουμε για τον ίδιο και το έργο του; Και τι σχέση με reality show μπορεί να έχει ο επιστήμονας δάσκαλος, με πανεπιστημιακό πτυχίο, συχνά με μεταπτυχιακό, με επιμορφώσεις, με διδακτική πείρα, με καλλιεργημένο από την πράξη λόγο όταν διδάσκει με ζωντανή ή τηλεοπτική παρουσία των μαθητών του (τους οποίους καμία κάμερα δεν εμφανίζει, διότι δεν χρειάζεται να εμφανίσει); Κι αυτή η επίκληση ευκαίρως ακαίρως των προσωπικών δεδομένων τι σχέση έχει με τον διδάσκοντα, όταν η φυσική παρουσία τού διδάσκοντος έχει καθιερωθεί διεθνώς σε όλες τις βαθμίδες τής Εκπαίδευσης; Εκτίθεται ο διδάσκων και χρειάζεται προστασία; Στην επιτέλεση τού έργου του δεν αποτελεί δημόσιο φορέα, όπως κάθε στέλεχος τού δημόσιου φορέα; Θα κρύψουμε τον δάσκαλο; Ντρεπόμαστε μήπως για τους δασκάλους μας; Φοβόμαστε μην εκτεθούν κατά την επιτέλεση τού διδακτικού τους έργου; Ρωτήθηκαν ποτέ οι δάσκαλοι και ζήτησαν τέτοια προσβλητική τής προσωπικότητάς τους προστασία; Αισθάνθηκαν ανήμποροι και απροστάτευτοι; Μήπως «έχουμε ξεφύγει», που λένε και νέοι μας;
Ορθώς το Υπουργείο Παιδείας — με σύνεση, με μεγάλη προσοχή, με οργανωμένη προσπάθεια και σύμφωνα με τις υποδείξεις των ειδικών— προχώρησε να ξαναφέρει στο σχολείο τα μεγαλύτερα παιδιά (13 – 18 ετών). Το ευκολότερο θα ήταν να τα κρατήσει σπίτι, χωρίς φροντίδες, ευθύνες και προβλήματα, αποφεύγοντας την κριτική που δέχεται. Αλλά τότε πρώτος ο γράφων και, κυρίως, η ελληνική κοινωνία, οι χιλιάδες των γονέων με παιδιά στο σχολείο ευλόγως θα κατηγορούσαμε το Υπουργείο Παιδείας για ατολμία. Οι τέσσερις (4) εβδομάδες μαθημάτων για τους μαθητές τής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, αν τα μαθήματα παρακολουθούνται τηλεοπτικά από τους μισούς μαθητές στην τάξη και συγχρόνως από τους άλλους μισούς στο σπίτι και όσους δηλώνουν ότι υποχρεούνται να παραμένουν σπίτι, ή δύο (2) εβδομάδων αν γίνονται εκ περιτροπής χωρίς τηλεοπτική παρακολούθηση, δεν είναι δυνατόν να μηδενίζονται ή να εξαϋλώνονται σε 6-7 ημέρες όπως ακούγεται. Η επιστροφή των μαθητών στο σχολείο και είναι αναγκαία ψυχολογικά και παιδευτικά για την επανασύνδεση τους με τον φυσικό τους χώρο, όπως εξήγησα, και αποτελεί ομαλή προετοιμασία για την επανάληψη των μαθημάτων τον Σεπτέμβριο και είναι συγχρόνως μορφή άσκησης για τους μαθητές πώς πρέπει να λειτουργούν υπεύθυνα και να προφυλάσσουν τον εαυτό τους και τους άλλους καθ’ όλη την περίοδο τής πανδημίας.
Το μόνο που δεν χρειάζονται οι μαθητές μας μετά την δοκιμασία που περάσαμε και περνάμε ακόμη είναι η δημόσια γκρίνια, η αμφισβήτηση των δασκάλων τους και τού ρόλου τού σχολείου και οι ατέρμονες συζητήσεις για δήθεν παραβίαση των προσωπικών δεδομένων των δικών τους και των δασκάλων τους.
* Ο Γιώργος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών