Ο ξάδελφος από την Ελβετία έκλεισε πριν από λίγους μήνες τα δεκαοκτώ. Κανονικά, για τα ελβετικά δεδομένα, θα έπρεπε να έχει φύγει ήδη από το πατρικό του ή να έχει αρχίσει να πληρώνει νοίκι στους γονείς του για να συνεχίσει να κοιμάται στο δωμάτιό του. Ο πατέρας του, όμως, είναι μισός Ελληνας: ο μικρός, που μάλλον δεν είναι και τόσο μικρός για το κράτος στο οποίο διαμένει, θα ακολουθήσει την «ελληνική» οδό. Το υπόγειο ανακαινίστηκε καταλλήλως, για να υπάρχει η σχετική αυτονομία. Ο ξάδελφος θα μείνει εκεί «για όσο χρειαστεί». Καμία απολύτως βιασύνη δεν υπάρχει.
Αν έμενε στην Ελλάδα, δεν θα υπήρχε καν δίλημμα. Ενας νεαρός ενήλικας cis άνδρας συνήθως φεύγει από το σπίτι των γονιών του για να συζήσει με την γυναίκα που θα παντρευτεί –και για να τη βρει, σύμφωνα με τη μαμά του, πρέπει σίγουρα να έχει περάσει τα τριάντα. Η διαφορά δεν έχει μόνο να κάνει με την ισχυρότερη δομή της οικογένειας στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Μετά την οικονομική κρίση, η συνήθεια επεκτάθηκε και στα κορίτσια: η δυσκολία εύρεσης εργασίας, οι χαμηλοί μισθοί και τα αυξημένα ενοίκια έδωσαν αιτία (ή, σε κάποιες περιπτώσεις, αφορμή) σε μια ολόκληρη γενιά που σήμερα κινείται μεταξύ των 25 και των 35 να χαρακτηρίζεται χωρίς τύψεις ως «τα παιδιά». Κι αυτό, την ώρα που σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του πλανήτη θα ήταν ήδη, όχι μόνο πλήρως αυτονομημένοι, αλλά και απολύτως υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. Οι 30άρηδες στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ πολλές φορές σπουδάζουν και δουλεύουν ταυτόχρονα, σκοπεύοντας μέσα σε μια δεκαετία να έχουν ανελιχθεί σε διευθυντικές θέσεις. Στην Ελλάδα, από την άλλη, θεωρούνται ακόμα «πρακτικάριοι», ελάχιστες εταιρείες δίνουν ευκαιρίες για ανέλιξη σε επαγγελματίες κάτω των 30, ειδικά αν ακόμα ψάχνονται με τις σπουδές τους. Για να μπορέσουν να αλλάξουν την τύχη τους, πολλοί έφυγαν στο εξωτερικό – εκεί τους βρήκε η πανδημία.
Η διαχείριση της κρίσης και η ταμπέλα της «χαμένης γενιάς» έχει οδηγήσει σε μια γενικευμένη ενοχή: δεν υπάρχει ούτε ένα ελληνικό πολιτικό κόμμα που να μην προσπαθεί να απευθυνθεί στους νεαρούς ενήλικες με όρους «πατερούλη». Οχι μόνο επειδή φοβούνται ότι δεν πρόκειται να τους ψηφίσουν αν αρχίσουν να τους μιλούν για τις ευθύνες που τους αναλογούν, αλλά και γιατί αρκετοί εκ των πολιτικών δυνάμεων που γιγαντώθηκαν την περίοδο της κρίσης έμαθαν να εκμεταλλεύονται όσα κατάλοιπα τους άφησαν οι απανωτές ατυχίες. Δικαιολογούν τις εξάρσεις τους, όπως πριν κάποια χρόνια δικαιολόγησαν τη ροπή προς τη βία. Το ντάντεμα είχε στόχο να μη γυρίσουν την πλάτη τους στο πολιτικό σύστημα. Αγνωστο είναι το αν κατάφεραν να τους εξευμενίσουν: αυτό θα φανεί στην πορεία, όταν οι σημερινοί τριαντάρηδες αποτελέσουν αναπόφευκτα την επόμενη μεσαία τάξη.
Και φτάνουμε στην πανδημία. Από τον μέσο όρο ηλικίας των νέων κρουσμάτων, είναι πολύ σαφές ποιος δεν προσέχει και ποιος δεν τηρεί τα μέτρα: οι πλατείες γεμίζουν κάθε βράδυ με όσους θεωρούν εαυτόν άτρωτο. Και το πολιτικό σύστημα, που ακόμα τους νταντεύει, προσπαθεί να τους θέσει προ των ευθυνών τους. Πώς θα το κάνει όταν το ίδιο τους τοποθέτησε σε μια χρυσή φούσκα; Ο τρόπος με τον οποίο τους μίλησε στο διάγγελμα ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι χαρακτηριστικός: «Οπως θα έλεγα και στα παιδιά μου». Δεν απευθύνεται όμως σε παιδιά που μιλούν μια διαφορετική γλώσσα, ούτε σε μια νεολαία που χρειάζεται να ακούσει λέξεις όπως το «cocooning» και φράσεις όπως το «δεν τρώει πόρτα ο ιός» για να αντιληφθεί τι συμβαίνει γύρω της. Μιλάει σε νεαρούς ενηλίκους που, πλέον, αγνοούν τις οδηγίες, έχοντας πλήρη συνείδηση των πράξεών τους.
Ως τέτοιοι, ως ενήλικοι, πρέπει να αρχίσουν να αντιμετωπίζονται –και από την κυβέρνηση και από την αντιπολίτευση, που θεωρεί ότι μπορεί να κερδίσει ποσοστά με πατ-πατ στον ώμο εκείνων που συνωστίζονται στις πλατείες. Τι έχει μεγαλύτερο πολιτικό κόστος, μια εκνευρισμένη νεολαία ή οι γεμάτες Εντατικές;