Πριν από έξι χρόνια, στις 5 Ιουλίου, ο Αλέξης Τσίπρας, λίγο μετά από ένα αποτέλεσμα που με μαθηματική ακρίβεια μας οδηγούσε εκτός ευρωζώνης, έβγαλε το διάγγελμα της νίκης. Πόσοι τον άκουσαν πραγματικά εκείνη τη βραδιά; Οι περισσότεροι πανηγύριζαν στους δρόμους και τις πλατείες, χορεύοντας και γελώντας που την έφεραν στις Βρυξέλλες, την Μέρκελ και τον Σόιμπλε. Οι άλλοι κάθονταν αμίλητοι, απελπισμένοι, προσπαθώντας να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Όσοι κατάφεραν να τον παρακολουθήσουν με προσοχή, όμως, κατάλαβαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Μετά από μια τέτοια, τεράστια νίκη δεν χρησιμοποιούσε τις λέξεις ενός νικητή, δεν είχε την όψη ενός πολιτικού που κατάφερε το ακατόρθωτο.
Εκείνο το διάγγελμα ήταν η πρώτη παραδοχή μιας ήττας άλλης, διαφορετικής, και μιας νίκης που ήρθε καθυστερημένη. Ποιος κέρδισε πραγματικά το 2015; Το 39% των «Μένουμε Ευρώπη», που υπέμεινε τις ύβρεις και τα τρολαρίσματα, που ξεκίνησε μια προσπάθεια που χλευάστηκε και λοιδορήθηκε όσο καμία στην Μεταπολίτευση, κοιτάει πίσω με την περηφάνεια που έχουν συνήθως όσοι δίνουν χαμένες μάχες. Οι συμμετέχοντες μοιράζονται φωτογραφίες στα σόσιαλ μίντια, θυμούνται εκείνες τις μέρες με την ανακούφιση που προσφέρει η απόσταση: «μωρέ, τι πήγαμε να πάθουμε!».
Η άλλη πλευρά μένει σιωπηλή. Εντάξει, οι πιο κομματικοί ίσως βάλουν τα κλάματα στην επέτειο ή ξεκινήσουν τις αναλύσεις για τον πόλεμο που έκανε «το σύστημα» στην τότε κυβέρνηση, αλλά κανείς δεν μιλάει για ένα δημοψήφισμα που δικαιώθηκε. Μάλλον το αντίθετο: όσοι φανατικά στήριζαν το «όχι» τότε θυμούνται με αμηχανία, απογοήτευση και κάποιες δόσεις θυμού τι έγινε μετά. Δεν ένιωσαν δικές τους τις αποφάσεις που ήρθαν στις 17 ώρες διαπραγμάτευσης. Το δικό τους «όχι», το πλειοψηφικό, κατέρρευσε στην πραγματικότητα λίγες ώρες αφότου οριστικοποιήθηκε το αποτέλεσμα της κάλπης.
Οι «Μένουμε Ευρώπη» ακόμα έγλειφαν τις πληγές τους τον Σεπτέμβριο του 2015, η πολιτική τους εκπροσώπηση ψαχνόταν ακόμα για την ήττα που της είχε έρθει κατακέφαλα, ενώ οι αντιμνημονιακοί δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν πόσο λάθος έκαναν. Τα αποτελέσματα εκείνων των εκλογών ήταν μάλλον αναμενόμενα. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η βάση του «Ναι» έφτιαξε το αποτέλεσμα του 2019. Όχι γιατί ξαφνικά έγιναν όλοι φανατικοί ΔΑΠίτες ή γιατί αγάπησαν με πάθος τον Κυριάκο Μητσοτάκη (οι περισσότεροι εξ αυτών, άλλωστε, δεν ήταν και δεν είναι ούτε σήμερα δεξιοί), αλλά γιατί το αίτημα «να φύγουν αυτοί» πήρε τόσο μεγάλες διαστάσεις που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να το κερδίσει. Ούτε όταν έστριψε το τιμόνι προς την Κεντροαριστερά το κατάφερε – κι ακόμα σήμερα, σε αυτό το 39% που τότε πάλεψε για την θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη, η επιρροή του είναι ελάχιστη.
Στην αισιόδοξη ανάγνωση εκείνης της περιόδου, ούτε οι πολίτες ούτε οι πολιτικοί δεν είναι πια αυτό που ήταν το 2015. Και κυρίως, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αυτός που ήταν τότε. Βαφτίζοντας τις επιλογές εκείνης της εποχής «αυταπάτες» και λέγοντας (μόλις την Παρασκευή) πως «μάθαμε από τα λάθη μας, είμαστε πιο ταπεινοί», ο Τσίπρας προσπαθεί να περάσει σε μια νέα φάση για το κόμμα του. Ο τρόπος του όμως δεν πείθει, λένε οι δημοσκοπήσεις. Στο παρελθόν κέρδισε μόνο όταν απευθύνθηκε στο θυμικό των πολιτών, όταν έχτισε πάνω στον θυμό και την αγανάκτησή τους. Δεν ξέρει πώς μπορεί να προσεγγίσει σήμερα το ίδιο κοινό που του χρεώνει την «κωλοτούμπα» όχι ως στάση υπευθυνότητας, αλλά ως αναντιστοιχία λόγων και πράξεων που τον καθιστά αναξιόπιστο. Δεν ξέρει κι αυτός πώς να ξεπεράσει εκείνη την νίκη του, γιατί τον σφράγισε τόσο στα μάτια των φίλων του όσο και στα μάτια των εχθρών του.
Η επιτυχία -λέει ο φίλος Ουίνστον- δεν είναι οριστική και η αποτυχία δεν είναι μοιραία. Το δημοψήφισμα του 2015 ήταν μια καθοριστική στιγμή, στην οποία η Ελλάδα αποφάσισε πως ό,τι κι αν γίνει, όποιος κι αν αναλάβει τα ηνία, το μέλλον της είναι αναπόσπαστα δεμένο με την ευρωπαϊκή της οικογένεια -κι ας μην φάνηκε στην κάλπη. Ποιος ξέρει αν σε 5-10 χρόνια, σε μια νέα οικονομική κρίση μετά την πανδημία, δεν θα εμφανιστεί κάποιος άλλος, έτοιμος να προχωρήσει εκεί που ο ΣΥΡΙΖΑ δίστασε; Ποιος ξέρει αν αυτό το 39% θα είναι ακόμα τόσο αμιγές και το 60% τόσο σπαραγμένο;
Σημασία έχει πως εκείνο το ζεστό βράδυ του Ιουλίου, όταν δεν ξέραμε τι μας ξημερώνει την επόμενη μέρα, μια μεγάλη νίκη και μια απογοητευτική ήττα δεν στάθηκαν αρκετές να μας διαλύσουν.