Kαινοτομία, η αρχή. Τεχνολογία, το μέσο. Βιωσιμότητα, το προσδοκούμενο.
Βάλτε δίπλα τους όποιες άλλες λέξεις θέλετε. Αλλά αυτές οι τρεις, αυτή τη στιγμή, είναι η Λυδία λίθος μέσα από την οποία βλέπει το μέλλον του κάθε οργανισμός, κάθε κοινωνία, σε κάθε γωνιά του πλανήτη που κατοικείται -και κυβερνάται- από εχέφρονες. Οι πυξίδες δείχνουν προς τα εκεί, ιδανικά μάλιστα να είναι ένας και κοινός ο προορισμός, δηλαδή να συνυπάρχουν και οι τρεις – συνδυασμός που σήμερα αποτελεί την καλύτερη, αν όχι μοναδική, επιλογή για εξέλιξη, ανάπτυξη, κάποιοι λένε και για τη διάσωση του ανθρώπινου πολιτισμού.
Τι από όλα αυτά προωθεί το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας για την «αναβάθμιση» στην εκπαίδευση; Τίποτα. Το άρθρο του Νίκου Σαλτερή στο Protagon είναι διαφωτιστικό. Σε αντίθεση με τις αλλαγές, που μάλλον πίσω μάς πάνε, σίγουρα πάντως όχι μπροστά. Και μοιάζουν να σαμποτάρουν το κυβερνητικό αφήγημα για ψηφιακό μετασχηματισμό του Δημοσίου και, κατά συνέπεια, για πρόοδο της χώρας. Σίγουρα διαλύουν κάθε ελπίδα για «καινοτομία – τεχνολογία – βιωσιμότητα» σε ένα κρίσιμο για το μέλλον της Ελλάδας πεδίο, που επί δεκαετίες παίρνει βαθμολογίες κάτω από τη βάση στις αξιολογήσεις και στις συγκρίσεις με συστήματα Παιδείας προηγμένων -ή και όχι τόσο- χωρών.
Είναι τόσο λίγο, τόσο λάθος το «σχέδιο αναβάθμισης», που καταφέρνει να προκαλεί την κριτική όλων: και των φιλελεύθερων συμπολιτευομένων, που βλέπουν την κυβέρνησή τους να μην τολμά τις μεγάλες τομές (όπως η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και ο εκσυγχρονισμός της διδακτέας ύλης), φοβούμενη τις αντιδράσεις και «κολλημένη» σε σχέσεις εξάρτησης από συντηρητικές δυνάμεις… Αλλά και των «αριστερών» αντιπολιτευομένων, που βρίσκουν πατήματα να μιλήσουν (και να φωνάξουν) για επιστροφή στο παρελθόν. Οχι, βέβαια, ότι η διακυβέρνηση/διαχείριση ΣΥΡΙΖΑ έκανε κάποιο αξιομνημόνευτο βήμα προς το μέλλον…
Ναι, το πρόβλημα έχει τις ρίζες του βαθιά πίσω στον χρόνο, όταν η Νίκη Κεραμέως ήταν αγέννητη, αλλά δεν ξέρω κάποιο πρόβλημα που να έρχεται μετά την προσπάθεια λύσης του (που εδώ σίγουρα δεν έχουμε).
Ναι, ο ετήσιος προϋπολογισμός του υπουργείου Παιδείας είναι ακόμη (οριακά έστω) κάτω από το 3% του ΑΕΠ: κοντά στα €5,5 δισ., από τα οποία το 65% σχεδόν (3,5 δισ.) είναι αποδοχές προσωπικού…
Ναι, βεβαίως και η χώρα βγαίνει από μια δεκαετή λιτότητα μπαίνοντας σε μια άγνωστης διάρκειας και επιπτώσεων παγκόσμια ύφεση.
Αλλά δεν είναι μόνο τα χρήματα. Πανηγυρίζουμε, εξάλλου, διότι μάς έρχονται έως και €33 δισ. από το πακέτο στήριξης – απάντηση της ΕΕ στην οικονομική απειλή της πανδημίας. Τα οποία, σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό, θα αξιοποιηθούν «με σχέδιο και σύνεση» (διαβάστε και αυτό).
Αντιλαμβάνομαι τις ανάγκες στήριξης της «πραγματικής» οικονομίας.
Κατανοώ, εν μέρει, τις υποχρεώσεις που μια κυβέρνηση μπορεί να έχει προς «χώρους» που τη στηρίζουν – εδώ ζούμε όλοι.
Δεν ξεχνώ ότι προτεραιότητα έχει τώρα η δημόσια Υγεία – αν και έπρεπε να φτάσει στην πόρτα μας η απειλή του κορονοϊού για να την αναγνωρίσουμε…
Αλλά δεν μπορώ να φανταστώ τι είναι πιο πραγματικό, συνετό, και υγιές για έναν οραματιστή, κατά δήλωσή του, Πρωθυπουργό, όπως και για μια κυβέρνηση που έχει κάνει τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις Ευαγγέλιο, από το να επενδύσει περισσότερο, με εθνικό στόχο και τεχνοκρατικό σχεδιασμό, στην Παιδεία. Να θωρακίσει τη νέα γενιά και τη χώρα με «όπλα» που θα αντιμετωπίσουν μια και για πάντα την έλλειψη Γνώσης και την απουσία Παιδείας —τη διαχρονική πανδημία αυτού του Εθνους, που μας κρατάει σταθερά στην ουρά κάθε «βιομηχανικής – τεχνολογικής επανάστασης», μας ταλαιπωρεί στο εσωτερικό και μας βάζει, κάθε τόσο, στη διεθνή απομόνωση.
Αν αυτό δεν είναι η περίφημη «εθνική επανεκκίνηση», τι (άλλο) μπορεί να είναι; Θα είναι μια επανάσταση που θα συγκρίνεται, τολμώ να πω, με εκείνη για την Ελευθερία, 200 χρόνια μετά.
Και αν του μοιάζει του Κυριάκου Μητσοτάκη πολύ βαριά μια τέτοια ευθύνη, ας γνωρίζει ότι δεν θα είναι μόνος του. Μπορεί να χάσει τους /τις «Κεραμείς» του, αλλά θα εκπλαγεί από πόσους περισσότερους υποστηρικτές θα βρει.
Η εποχή, άλλωστε, που ο πηλός ήταν καινοτομία και μέλλον του πολιτισμού μας, έχει περάσει προ πολλού. Οσο και αν κάποιοι δεν θέλουν να το αποδεχθούν.