| Shutterstock
Απόψεις

Μιάμιση ώρα χωρίς κινητό, το αντέχεις;

Βρέθηκα στους δρόμους με μια άβολη αίσθηση, σχεδόν σαν να κυκλοφορούσα γυμνός. Επιασα τον εαυτό μου να αναζητά ασυναίσθητα το τηλέφωνο στο μπουφάν και κατάλαβα το μέγεθος του εθισμού μου. Ξαφνικά με έπιασε μια ανασφάλεια. Ο κόσμος, ωστόσο, συνεχίζει να γυρίζει, ακόμα και όταν δεν είσαι διασυνδεμένος
Παναγιώτης Κακολύρης

Το κινητό είναι αναντίρρητα το απόλυτο φετίχ του σύγχρονου ανθρώπου﮲  προφανές αντικείμενο λατρείας και εξάρτησης, αφού οι περισσότερες πλην των φυσικών μας δραστηριοτήτων γίνονται μέσω αυτού. Ενάμιση αιώνα μετά την εφεύρεσή του, το λιγότερο που κάνει το τηλέφωνο είναι να μας επιτρέπει να συνομιλούμε εξ αποστάσεως, όπως είχε φανταστεί ο Γκράχαμ Μπελ. Σήμερα, είναι η βασική τεχνολογική συσκευή που μας παρέχει πολυδιάστατες δυνατότητες επικοινωνίας, τη σύνδεσή μας με το διαδίκτυο, τα social media, την ενημέρωση και την ψυχαγωγία μας, μέχρι τις πληρωμές μας ή άλλες τραπεζικές πράξεις, καθώς και τις συναλλαγές μας με το Δημόσιο (ας είναι καλά ο Κυριάκος Πιερρακάκης).

Αυτό το τεράστιο εύρος χρηστικότητας δικαιολογεί και τον πανικό μας, εκείνα τα λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου που ψάχνουμε στις τσέπες μας το κινητό, υπό τον φόβο ότι το χάσαμε. Οσο κι αν ακούγεται περίεργο, το κινητό τείνει να εξελιχθεί λίγο σαν βηματοδότης της ύπαρξής μας, αλλά και συνδετικός κρίκος με τον υπόλοιπο κόσμο.

Εχοντας αναφέρει όλα αυτά, μπορεί να γίνει κατανοητή η δυσθυμία μου όταν χρειάστηκε να αποχωριστώ το κινητό μου για αλλαγή μπαταρίας. «Θέλουμε μια ωρίτσα» μου είπε ο τεχνικός. Λίγο πριν το παραδώσω, έπεισα τον εαυτό μου ότι ήταν ελάχιστη η διάρκεια εκτός σύνδεσης, σαν ένα επεισόδιο του Λουπέν, ούτε που θα το καταλάβαινα.

Μέχρι που το άφησα από τα χέρια μου, βγήκα από το κατάστημα και βρέθηκα στους δρόμους του Χαλανδρίου με μια άβολη αίσθηση, σχεδόν σαν να κυκλοφορούσα γυμνός. Επιασα τον εαυτό μου να αναζητά ασυναίσθητα το τηλέφωνο στο μπουφάν και κατάλαβα το μέγεθος του εθισμού μου. Ξαφνικά με έπιασε μια ανασφάλεια: Και τι θα γίνει τώρα αν πάθω κάτι και δεν έχω τρόπο να ειδοποιήσω κανέναν; Αλλά κι αν συμβεί κάτι σε κάποιον δικό μου και με ψάχνουν, πώς θα με βρουν; Και αν αρχίσουν να ανησυχούν όσοι μου τηλεφωνούν τόση ώρα και εμφανίζεται κλειστό το κινητό μου, πράγμα ασυνήθιστο για τα δεδομένα μου;

Κατέληξα, μέμφοντας τον εαυτό μου, ότι δεν είχα οργανωθεί επαρκώς για μια τόσο σημαντική ανατροπή στη ζωή μου, όπως το να μείνω μια ώρα χωρίς κινητό. Έπρεπε να είχα ενημερώσει για τη «σιγή ασυρμάτου» μου ή, έστω, να είχα μεταφέρει την κάρτα sim στο παλιό κινητό μου.

Δεν πειράζει, όμως, θα μου έκανα ένα δώρο αντιπερισπασμού. Θα πήγαινα στο αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο. Είχα κατά νου δυο-τρία βιβλία που ήθελα να αγοράσω και θα κατέληγα στο καφέ του για να περάσω την ώρα της αναμονής με χαλαρή ανάγνωση.

Ομως καθώς κατευθυνόμουν προς τα εκεί, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα τυπωμένο πιστοποιητικό εμβολιασμού, καθώς χρησιμοποιώ την εφαρμογή από την πρώτη μέρα. Αρα, ή θα έπρεπε να πάω στο σπίτι, να τυπώσω το πιστοποιητικό και να κατέβω ξανά στο κέντρο, ή απλώς να περιδιαβάζω τους δρόμους κοιτώντας τα καταστήματα απ’ έξω, σε μια σύγχρονη εκδοχή του παραμυθιού του Αντερσεν «Ο μεσήλικας χωρίς κινητό»  (άχρηστη πληροφορία, αλλά ο Αντερσεν έγραψε το κοριτσάκι με τα σπίρτα το 1845, δηλαδή μόλις δύο χρόνια πριν γεννηθεί ο Γκράχαμ Μπελ, το 1847)

Αποφάσισα λοιπόν να εξαντλήσω τις διαθέσιμες επιλογές μου και να πνίξω τον πόνο μου σ’ έναν καπουτσίνο κι ένα κρουασάν στα όρθια, ως αναλογικός παρείσακτος σ’ έναν τρόπο ζωής πιο ψηφιακό από ποτέ.

Καθώς περπατούσα μεμψιμοιρώντας για τις προκλήσεις που έχει η ζωή χωρίς κινητό, έχασα την αίσθηση του χρόνου. Φυσικά, έχω άπειρα χρόνια που κατήργησα το ρολόι χαρακτηρίζοντάς το ως αντικείμενο πλεονασμού. Μου πέρασε η ιδέα να ρωτήσω κάποιον περαστικό, αλλά μου φάνηκε πολύ παλιομοδίτικο το ερώτημα «έχετε ώρα;». Ηταν σαν να έχει βγει από ασπρόμαυρη ελληνική ταινία. Ή, μάλλον, πιο ξεχασμένη ακόμα, αφού οι ταινίες επαναλαμβάνονται συχνά, σε αντίθεση με το ερώτημα αυτό, το οποίο έχει χαθεί από την καθημερινότητά μας, όπως ατάκες του τύπου «πάρε το μηδέν», «έχεις μονάδες στην τηλεκάρτα;» ή «σήκω να αλλάξεις το κανάλι».

Σκέφτηκα το πιθανό ύφος περιφρόνησης που θα γεννούσε στον συνομιλητή μου η σκέψη του «μα καλά, γιατί δεν κοιτάς το κινητό σου και με ρωτάς αν έχω ώρα;». Ετσι, αποφάσισα να μείνω με την απορία. Εξάλλου, ήξερα ότι η ακριβής απάντηση στο ερώτημά μου ήταν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε πλέον ώρα (στο κινητό φυσικά), αλλά δεν έχουμε καθόλου χρόνο.

Συνέχισα να περπατώ άνευ νοήματος ως άλλος Φόρεστ Γκαμπ, αλλά σε χαμηλότερη ταχύτητα, αναλογιζόμενους ότι ο χρόνος δεν είναι απλώς μια σύμβαση, είναι και απολύτως σχετικός. Μου ήρθε στο μυαλό ο χρόνος της πρώτης καραντίνας, όταν η σύντομη έξοδος από το σπίτι έμοιαζε επικίνδυνη αποστολή. Τι εποχή κι αυτή. Τότε που νομίζαμε ότι ο κορονοϊός θα μας έκανε πιο ανθρωποκεντρικούς, θα ενίσχυε την ενσυναίσθησή μας, θα μας οδηγούσε στο να περνάμε περισσότερο και ποιοτικότερο χρόνο με τους ανθρώπους που αγαπάμε, θα μας άλλαζε οριστικά προτεραιότητες…

Πόσες πλάνες είχε εκείνη η περίοδος; Δεν ήταν μόνο ότι «μέχρι να μπει το καλοκαίρι του ’20 θα έχουμε τελειώσει με την πανδημία», ούτε ότι απλώς «οι επόμενες δύο εβδομάδες θα είναι δύσκολες», ήταν και η ψευδαίσθηση για όλα εκείνα που θεωρούσαμε ότι θα άλλαζαν προς το καλύτερο και τελικά δεν άλλαξαν ποτέ. Διότι φαίνεται ότι συνηθίσαμε την υπαρξιακή απειλή της πανδημίας και επιστρέψαμε όχι απλώς εκεί που ήμασταν, αλλά μάλλον λίγο πιο πίσω ακόμα:  Στις επιλογές και τις προτεραιότητές μας. Στη δε συμπεριφορά μας, τα πράγματα επιδεινώθηκαν με την πρόφαση ή τη δικαιολογία της μακράς πίεσης λόγω COVID. Ενώ η δουλειά μας μοιάζει πιο πιεστική από ποτέ, λες και όλοι βιάζονται να κάνουν τώρα όσα δεν έκαναν τα τελευταία δύο χρόνια. Ολοι δηλώνουμε ότι βιώνουμε μια ασφυξία χρόνου λόγω υπερβολικού φόρτου εργασίας. Τρέχουμε «σαν να μην υπάρχει αύριο» ίσως για να ξορκίσουμε τον φόβο ότι μπορεί κυριολεκτικά να μην έχουμε αύριο.

Η χρήση του χρόνου μας επανήλθε στην πρότερη κατάσταση, χωρίς καν να έχει τελειώσει η πανδημία. Εκείνο το ιδεαλιστικό παράθυρο ευκαιρίας που βλέπαμε, θεωρώντας ότι τα δελφίνια θα έμεναν στα κανάλια της Βενετίας και η ανθρωπότητα θα γίνονταν πιο ανθρώπινη, έκλεισε ερμητικά και με πάταγο. Ίσως όμως όχι για πάντα, έσπευσα να επισημάνω στον εαυτό μου αισιόδοξα, διότι αν κάτι εμπεδώθηκε πλήρως τα τελευταία δύο χρόνια, είναι η βεβαιότητα ότι δεν υπάρχουν πλέον βεβαιότητες.

Κάπως έτσι, αισθάνθηκα ότι πλησίαζα στα όρια αυτής της άσκοπης περιπλάνησης για να περάσει ο χρόνος της επισκευής του κινητού μου και αποφάσισα να επιστρέψω στον τεχνικό να δω τι γίνεται, ανεξαρτήτως της ώρας που είχε μεσολαβήσει. «Ετοιμος» μου λέει. Το είχε δέσει με κάτι λαστιχάκια για να κολλήσει, τονίζοντάς μου να το αφήσω έτσι λίγο ακόμα. Αυτοσχεδιάζοντας για να το ανοίξω, παραμέρισα τα λαστιχάκια που είχαν τυλίξει σφιχτά την οθόνη και διαπίστωσα ότι τελικά είχε περάσει μιάμιση ώρα, αντί για μία που είχα βάλει στόχο.

Σε αυτό το διάστημα δεν είχα λάβει καμία σημαντική κλήση. Δεν είχε συμβεί κανένα ατύχημα. Δεν είχε υπάρξει καμία δραματική εξέλιξη ή καταστροφή.

Ο κόσμος συνέχιζε να γυρίζει, παρότι εγώ δεν ήμουν διασυνδεμένος. Ηταν κι αυτό ένα ιδιαίτερα χρήσιμο συμπέρασμα.