«Ολα εδώ πληρώνονται» είπε ο Τσίπρας. Αναφερόταν στην κριτική που ασκείτο προς την κυβέρνηση του για την κατάσταση στη Μόρια και τις ροές στο Αιγαίο, την εποχή που η Νέα Δημοκρατία θεωρούσε τις λύσεις απλές και την ετοιμότητά της άμεση. Τελικά δεν ήταν έτσι. Σε αυτό ο Τσίπρας δεν είχε άδικο.
Βέβαια από την άλλη, δεν ήταν και ακριβώς έτσι όπως τα είπε ο αρχηγός της αντιπολίτευσης. Ξέχασε, ας πούμε, να αναφέρει το δαιδαλώδες καθεστώς ασύλου που κληροδότησε στους επόμενους -με το παλαιό καθεστώς μία αίτηση χορήγησης ασύλου μπορούσε να πάει ως και δέκα χρόνια. Και αν, μέσω της κατάλληλης ΜΚΟ και του ιδιώτη γιατρού, ο υποψήφιος λάμβανε γνωμάτευση για μετατραυματικό στρες, μπορούσε να εξασφαλίσει τη μη επαναπροώθησή του.
Ωστόσο το ενδιαφέρον της, καλής είναι η αλήθεια, ομιλίας του Τσίπρα, δεν βρίσκεται στον απολογισμό των πεπραγμένων του, που δεν έχει και καμία σημασία. Βρίσκεται στην έλλειψη ουσιαστικών αντιρρήσεων για τις αλλαγές που επιφέρει η κυβέρνηση στο καθεστώς χορήγησης ασύλου. Ο Τσίπρας στάθηκε αμήχανος στο κεντρώο ύφος του Μητσοτάκη. Είπε για τον ΑΜΚΑ στους πρόσφυγες, είπε για τα παιδιά που πηγαίνουν σχολείο, θύμισε, πολύ σωστά, ότι δεν μας συμφέρει να ομιλούμε περί «Μεταναστευτικού» γιατί έτσι δίνουμε λαβή στους Ευρωπαϊους να διπλοκλειδώνουν τα σύνορα. Αλλά επί της ουσίας δεν διαφώνησε με το νέο καθεστώς χορήγησης ασύλου. Και ίσως αυτό αξίζει να κρατήσουμε από τη συζήτηση. Ολα τα υπόλοιπα είναι για το απαραίτητο περιτύλιγμα. Ειδικά δε το τέλος της αντιπαράθεσης ανέβασε κάπως τους τόνους, έτσι για να μη ξεχνιόμαστε.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, κάνει πιο αυστηρό το καθεστώς για τη χορήγηση ασύλου, επιταχύνει τις διαδικασίες και σταματά να αναγνωρίζει το «μετατραυματικό στρες» ως επίκληση ευαλωτότητας. Οποιος δεν κρίνεται χρήζων διεθνούς προστασίας, θα μπαίνει σε κλειστό κέντρο και θα επαναπροωθείται στην Τουρκία. Ο δε Μητσοτάκης, φρόντισε να καταστήσει σαφές ότι το πολιτικό (και ιδεολογικό) στίγμα στην προσέγγιση του θέματος, το δίνει ο ίδιος και όχι τα στελέχη που ρίχνουν το καλάμι τους στο σκληρό εσωκομματικό ακροατήριο.
Εντάξει. Μόνο που τελευταία λέξη ανήκει πάντα στην πραγματικότητα. Διότι αυτή η εξίσωση έχει πολλούς αγνώστους. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι οι ελληνικές υπηρεσίες κάνουν τη δουλειά τους γρήγορα και αποτελεσματικά, τι θα συμβεί αν οι ροές από την Τουρκία λάβουν μεγαλύτερες διαστάσεις; Επίσης δεν γνωρίζουμε και πόσο συνεργάσιμη θα είναι η Τουρκία στις επαναπροωθήσεις. Ο Ερντογάν απειλεί ότι θα «πνίξει» την Ευρώπη με πρόσφυγες, δεν θα έχει και μεγάλο πρόβλημα να κρατήσει και κλειστή την πόρτα των επαναπροωθήσεων -είδαμε και πώς μεταχειρίζεται, κατά βούληση, τις διεθνείς συμφωνίες.
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση πράττει τα στοιχειώδη, ακολουθώντας την κοινή λογική. Και η αντιπολίτευση αντιλαμβάνεται ότι το μέγεθος των ροών και της κοινωνικής ανησυχίας δεν επιτρέπουν υψηλούς τόνους και ρητορική περί ανθρωπισμού, τουλάχιστον στο ύφος του 2014. Φαίνεται ότι μία βάση συναίνεσης αρχίζει και δημιουργείται.