Η Ολομέλεια κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τις αλλαγές στο Σύνταγμα. Τι κατάφεραν τελικά; | INTIMENEWS/ΓτΠ/ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Απόψεις

Μία αναθεώρηση χωρίς τομές

Ηταν μία αναθεώρηση που πρωτίστως ρύθμισε, με σημερινούς όρους, τους κανόνες λογοδοσίας των πολιτικών. Ας ελπίσουμε ότι την επόμενη φορά, η πρωτοβουλία θα αναληφθεί από μία κυβέρνηση πιο σοβαρή, σε σύγκριση με τη διαχείριση Τσίπρα, που θα βρει απέναντί της συνομιλητές με μεταρρυθμιστική διάθεση
Κώστας Γιαννακίδης

Σε κάποιο σημείο της συζήτησης ο Μητσοτάκης είπε στον Τσίπρα ότι η χώρα θα πορευτεί με το αναθεωρημένο Σύνταγμα για δέκα χρόνια, δηλαδή μέχρι τη δύση της δεκαετίας του ’20. Αυτό βέβαια δεν είναι δεσμευτικό, αφού η πρόνοια του Καταστατικού Χάρτη χορηγεί δυνατότητα αναθεώρησης ανά πενταετία. Ωστόσο η κοινοβουλευτική μας παράδοση προτιμά τη δεκαετία. Μετά το 1975, το Σύνταγμα αναθεωρήθηκε το 1986, το 2001, 2008 και τώρα, το 2019. Το 2024 δείχνει πολύ κοντά για ένα πολιτικό σύστημα που δεν διακρίνεται για την έφεσή του στις τολμηρές τομές.

Η αναθεώρηση που ψήφισε η Βουλή φέρει μεταρρυθμιστικό στίγμα κατώτερο των απαιτήσεων που θέτουν οι καιροί. Υποτίθεται ότι η χώρα βγαίνει από την κρίση, γυρίζει σελίδα και αξιοποιεί τον συμβολισμό του 2021 για να πορευτεί προς το μέλλον. Το περιεχόμενο της αναθεώρησης δεν επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο, δεν φέρνει, δηλαδή, τολμηρές μεταρρυθμίσεις που συνάδουν με το πνεύμα και τις προκλήσεις της εποχής.

Βέβαια το Σύνταγμα, ως Καταστατικός Χάρτης, δεν προσφέρεται ως πεδίο ανατροπών και ρηξικέλευθων τομών. Απαιτεί προσεκτικούς χειρισμούς με αίσθημα ευθύνης, επίγνωση των συνθηκών και ομαλή μετάβαση προς ένα νέο κανονιστικό περιβάλλον. Όμως η αναθεώρηση του 2019 θα καταγραφεί ως η βούληση του πολιτικού συστήματος να ρυθμίσει λειτουργικά θέματα, αποφεύγοντας ρήξεις με αναχρονισμούς και την υιοθέτηση καινοτόμων μεταρρυθμίσεων. Περιέχει αλλαγές στη λειτουργικά του συστήματος. Στη γλώσσα της πληροφορικής θα λέγαμε ότι έγινε μία μικρή ενημέρωση.

Η αναθεώρηση δεν παρεμβαίνει στις χρόνιες αγκυλώσεις που ταλαιπωρούν τη χώρα. Ασφαλώς η ευθύνη βαραίνει πρωτίστως την προηγούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που δοκίμασε να χρησιμοποιήσει ένα τόσο σοβαρό εργαλείο για να πουλήσει δημοψηφίσματα και «λαϊκή κυριαρχία». Ωστόσο ο άνθρωπος με τον οποίο όλοι θα θέλαμε να πούμε δύο λόγια, ο ιστορικός του μέλλοντος, θα σημειώσει την άρνηση του πολιτικού συστήματος να προχωρήσει σε ευρείες συναινέσεις με σκοπό τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου. Η διάταξη δε για τη ψήφο των αποδήμων φέρει σκιές ως προς τη συμβατότητά της με το πνεύμα του συνταγματικού νομοθέτη, εισάγοντας διακρίσεις στο δικαίωμα της ψήφου.

Τι κρατάμε, λοιπόν, από τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019; Κυρίως τον περιορισμό της βουλευτικής ασυλίας και την κατάργηση της σύντομης παραγραφής των αδικημάτων που βαραίνουν υπουργούς. Δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς καθώς το παλαιό καθεστώς σκανδάλιζε, εξόργιζε την κοινή γνώμη. Κρατάμε επίσης την απαλλαγή από την εξωφρενική πρόβλεψη για διάλυση της Βουλής λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτές είναι οι βασικές αλλαγές, μαζί με τη ψήφο των απόδημων. Τα περί ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος μένει να τα δούμε πώς θα προσδιοριστούν νομικά.

Η αναθεώρηση είχε και κάτι χαριτωμένο, με τη λαϊκή πρωτοβουλία για κατάθεση σχεδίων νόμου, αρκεί να συγκεντρωθούν μισό εκατομμύριο υπογραφές. Θα γεμίσει γκρουπ το Facebook και νομίζω ότι η πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία θα έχει να κάνει με γατάκια, εκτός και αν προλάβουν κάποιοι να ξεκινήσουν καμπάνια για επαναφορά του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Γενικά αυτή η πρόνοια έχει να μας προσφέρει γέλιο.

Αλλά, όπως είπαμε, αυτή η αναθεώρηση θα μείνει στην Ιστορία για αυτά που δεν περιλαμβάνει. Εντάξει, η απαγόρευση της ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ έχει λάβει πλέον διαστάσεις θρησκευτικού ταμπού. Eπίσης ουδείς, εκ των κεντρικών πρωταγωνιστών, δεν τόλμησε να ανοίξει τη συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο εκλέγεται η ηγεσία της Δικαιοσύνης. Δεν ακούμπησαν τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, δεν τόλμησαν μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του Δημοσίου, δεν έκαναν τομές στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ηταν μία αναθεώρηση που πρωτίστως ρύθμισε, με σημερινούς όρους, τους κανόνες λογοδοσίας των πολιτικών. Ας ελπίσουμε ότι την επόμενη φορά, η πρωτοβουλία θα αναληφθεί από μία κυβέρνηση πιο σοβαρή, σε σύγκριση με τη διαχείριση Τσίπρα, που θα βρει απέναντι της συνομιλητές με μεταρρυθμιστική διάθεση. Από την άλλη, μπορούμε πάντα να σκεφτόμαστε αισιόδοξα. Στην πατρίδα μας κάποια πράγματα πάντα αργούν, αλλά στο τέλος γίνονται.