Εκείνα τα χρόνια χρησιμοποιούσαμε συχνά τον όρο «σχολικά» και «εξωσχολικά» βιβλία. Οση σημασία έδιναν στην ανάγνωση των σχολικών, άλλη τόση και στων εξωσχολικών. Σε κάθε παιδικό πάρτι λάμβανες συχνά ως δώρο βιβλία, τυλιγμένα όμορφα και με κορδέλα που την κατσάρωναν με δακτυλο-ψαλίδι που έκανε γκζ… όπως την πίεζαν. (Τα γράφω για τους «παλιούς» που καταλαβαίνουν τι λέω).
«Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά» ήταν must. Το βιβλίο που πούλησε όσο η Αγία Γραφή. Επίσης «Τζέιν Εϊρ», «Μικρές κυρίες». Δεν ξέρω γιατί, αλλά κανένα από αυτά τα βιβλία δεν κατάφερνα να το τελειώσω. Πιο πολύ χάζευα τα σκληρά τους εξώφυλλα. Τα έχω ακόμα και τώρα στα μάτια της φαντασίας μου. Μέχρι που κάποια στιγμή… Τι ηλικία; Εγώ είχα πάντα μπερδεμένες ηλικίες, γι’ αυτό «το χάνω» με την ηλικία. Γεννήθηκα το ’61 αλλά πήδηξα την παιδική. Κατευθείαν έφηβη. Ασ’ τα για τον ψυχαναλυτή αυτά.
Πάντως θυμάμαι το πρώτο βιβλίο που στάθηκα. «Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα». Είχα μάθει την τελευταία παράγραφο απέξω. Και βούρκωνα κάθε φορά. Το έπιασα πριν από καιρό στα χέρια μου, πρώτη φορά από τότε… Γύρισα ανυπόμονα στο τέλος. Και λέξη λέξη διάβασα το Ρεάκι τού τότε, όχι τον Λουντέμη. Το έκλεισα σβέλτα, σχεδόν έντρομη. Το Ρεάκι ενός «τότε» αυτή τη φορά με έκανε να κλάψω. Πίστευα. Ναι, πίστευα. Δεν μπορώ να προχωρήσω… Τι εννοώ και τέτοια. Οχι, είναι μια ατμόσφαιρα το «πιστεύω».
Οπως όταν ακούω Κώστα Χατζή και με θυμάμαι τότε. «Πίστευα». Ή Ρίτσο. Πίστευα. Ο Μενέλαος Λουντέμης, με εκείνο το βιβλίο, λες και μου «ξεκλείδωσε» κάτι. Λες και με κατηύθυνε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού. Υπήρχαν βιβλιοθήκες. Με μια εγκυκλοπαίδεια απαραίτητα απ’ άκρη σ’ άκρη. Το «Google» της δικής μας γενιάς! Τραβούσες μια καρέκλα, σκαρφάλωνες, «Μηηηη! Θα πέσεις!» σου έλεγαν. «Δεν πέφτω, προσέχω» απαντούσες. Λίγο παλαντζάριζες για να τους δώσεις τη χαρά ενός «Σ’ τα ’λεγα!». Γελάω που τα σκέφτομαι.
Κατέβαζες τον ασήκωτο τόμο, έψαχνες αλφαβητικά… Τρεχα-γυρευόπουλε! Αλλά δεν υπήρχε μόνο η εγκυκλοπαίδεια. Υπήρχαν και must βιβλία. Οπωσδήποτε και του Καζαντζάκη. Σειρά. Ολα σειρά τα παίρναμε. Ο «Καπετάν Μιχάλης». Η «Ασκητική». Από την «Ασκητική» ξεκίνησα και δεν σταμάτησα. Σημείωνα, σημείωνα. Σπάει η ψυχή μου να θυμάμαι εκείνα τα χεράκια που έβαζαν γραμμούλες και έγραφαν στο πλάι.
Είναι από αυτά που με πονάνε στη μνήμη της πυρκαγιάς που βιώσαμε. «Τα βιβλία τα ξαναγοράζεις. Δώσε μου μια λίστα και θα σου τα βρω όλα». Και τα χεράκια εκείνου του κοριτσιού; Αυτά που βαθιά, συγκινητικά, πίστευε και φανερώνεται στις σημειώσεις της; Και μετά την έτρεξε βίαια η ζωή και ποτέ ξανά δεν αναρωτήθηκε αν ακόμα πιστεύει. Εμπιστευόταν. Ηταν μια έξυπνη αγνότητα, όχι χαζή. Δεν νομίζω… ότι εμπιστεύεται πια. Σαν κάτι να έχασε και άλλα να κέρδισε.
Με θυμάμαι σε κείνο το αυτοκίνητο. Πίσω κάθισμα, ακουμπούσα το κεφάλι στο τζάμι. Ταξιδεύοντας για Ιταλία. Οδηγός ο θείος μου, συνοδηγός η μάνα μου. Μεγάλη υπόθεση το ταξίδι στην Ιταλία το ’70! Ενα υπερπολυτελές καράβι. Ολα «μεγάλα». Με το αυτοκίνητα απ’ άκρη σ’ άκρη. Και μετά Γαλλία. Και Μόντε Κάρλο. «Δείτε, δείτε» έλεγε συνέχεια η μάνα μου. Εβλεπα όσο έπρεπε για να ησυχάσει ότι βλέπω. Αλλά κυρίως διάβαζα κάποια βιβλία που είχα μαζί.
Του Καζαντζάκη. «Ταξιδεύοντας: Αίγυπτος», «Ταξιδεύοντας: Ρουσία» και πάντα η «Ασκητική». Και ξαναφώναζε η μάνα μου κοιτάζοντας άγρια και ειρωνικά μαζί «Τώρα σου ήρθε να διαβάσεις; Τώρα σ’ έπιασε η προκοπή; Στο ταξίδι; Κοίτα, παιδάκι μου, έξω». Σουρεάλ τώρα που το καλοσκέφτομαι. Γελάω! Καλά έλεγε. Γελάω, πολύ. Καθώς φτάνουν κι άλλα κι άλλα κι άλλα από εκείνο το ταξίδι. Τελικά ο καθένας ταξιδεύει δικό του ταξίδι στο ταξίδι. Τα πιο ωραία ταξίδια μου τα έζησα εν στάσει.
Ακου κι ένα ακόμα. Ημουν σε γύρισμα για την Κεραία «μου». Πολλή ένταση, πολλή. Διάλειμμα. Ρίχνω μια ματιά στα μηνύματα. Μετά αλληλογραφία στα εισερχόμενα. Από Διόπτρα: «Αγαπημένη Ρέα. Ξέρω θα χαρείς πολύ για τον εκδοτικό μας οίκο! Σπουδαία Κυριακή για εμάς. Οι εκδόσεις Διόπτρα απέκτησαν τα δικαιώματα του συνόλου των έργων του Νίκου Καζαντζάκη». Υπογραφή, ο εκδότης μου Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος. Βουρκώνω.
Στη μνήμη εκείνου του κοριτσιού, σε κείνο το ταξίδι με το βιβλίο «Ταξιδεύοντας: Αίγυπτος» στα χέρια ενώ ταξίδευε Ιταλία. Πάντα, δικό της ταξίδι στο ταξίδι. «Διόπτρα», το όργανο που έλληνες αστρονόμοι χρησιμοποιούσαν για να μετρήσουν τις θέσεις των αστεριών. Βουρκώνω. Τι ωραίο να βρίσκεσαι στον ίδιο ουρανό. Σε όποια θέση, σε όποια απόσταση. Αρκεί που χαϊδεύει το βλέμμα σου και ησυχάζει την ψυχή σου η λάμψη των αστεριών. Πιστεύω στα αστέρια ότι είναι ψυχές. Και στον Αϊ-Βασίλη πιστεύω.