«Εκεί που μας χρωστούσανε, μας δείραν κι από πάνω».
Αυτό σκέφτηκα διαβάζοντας προ ημερών την είδηση ότι γονείς στα Ιωάννινα μήνυσαν διευθυντή και υποδιευθυντή Γυμνασίου της πόλης, ζητώντας «συμβολική» αποζημίωση 19.000 από τον καθένα τους. Γιατί; Επειδή οι εκπαιδευτικοί, εκτελώντας άψογα το καθήκον τους, τις προβλέψεις της εκπαιδευτικής νομοθεσίας, καθώς και τις οδηγίες για την αντιμετώπιση της πανδημίας, δεν επέτρεψαν στο γιο τους να παρακολουθήσει μαθήματα χωρίς να προσκομίσει αυτοδιαγνωστικό τεστ. Ετσι ο μαθητής έχασε το σχολικό έτος λόγω απουσιών. Στο ίδιο Γυμνάσιο δύο ακόμα παιδιά απορρίφθηκαν για τον ίδιο λόγο…
Η ιστορία μοιάζει αστεία και έωλη νομικά. Οσοι όμως ζουν στον χώρο της εκπαίδευσης, γνωρίζουν πως οι συγκεκριμένοι εκπαιδευτικοί θα εμπλακούν σε έναν μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα, θα ξοδέψουν ποσά από την τσέπη τους, θα ταλαιπωρηθούν ποικιλοτρόπως και δυστυχώς σε αυτήν την περιπέτεια θα είναι μόνοι. Χωρίς την ελάχιστη –έστω «συμβολική»– υποστήριξη του υπουργείου Παιδείας. Μάλιστα, είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν στην πράξη και την «εχθρότητά» του: σε ανάλογες περιπτώσεις οι κεντρικές υπηρεσίες του υπουργείου, λειτουργώντας φορμαλιστικά, συνηθίζουν να αποστέλλουν στα Υπηρεσιακά Πειθαρχικά Συμβούλια «ερώτημα», σχετικά με το αν οι διωκόμενοι «για παράβαση καθήκοντος» πρέπει ή όχι να τεθούν σε αργία, μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεσή τους.
Αυτό διδάσκει η μέχρι σήμερα πικρή εμπειρία πολλών εκπαιδευτικών. Πόσο μάλλον στη συγκεκριμένη περίπτωση που μοιάζει να έχει τελεστεί «προμελετημένο έγκλημα» εκ μέρους του υπουργείου. Γιατί αυτό δεν φρόντισε –ως όφειλε– να καταγράψει τους μαθητές που δεν παρακολούθησαν μαθήματα λόγω άρνησης των γονιών τους να συμμορφωθούν με τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας και εν συνεχεία να ενημερώσει υπηρεσιακά τους Εισαγγελείς Ανηλίκων ώστε να κληθούν αυτοί για να πειστούν να αλλάξουν στάση.
Αντιθέτως με έγγραφο της υφυπουργού Παιδείας, Ζέτας Μακρή, οι σχολικές μονάδες κλήθηκαν εσπευσμένα στα τέλη Μαΐου να μην προσμετρήσουν τις απουσίες «οι οποίες έχουν καταχωρισθεί ή θα καταχωρισθούν και δεν οφείλονται σε υπαιτιότητα των μαθητών/τριών, αλλά σε αντικειμενικούς λόγους ανωτέρας βίας». Δηλαδή, το ίδιο το υπουργείο κάλεσε τους εκπαιδευτικούς να παρανομήσουν, καταργώντας πλαγίως την υποχρέωση παρακολούθησης της… υποχρεωτικής εκπαίδευσης (Δημοτικό – Γυμνάσιο) από όλα τα παιδιά χωρίς εξαιρέσεις, επικαλούμενο αορίστως «ανωτέρα βία». Αλήθεια ποια είναι αυτή, με ποιον τρόπο ήταν σε θέση ένας Σύλλογος Διδασκόντων να την προσδιορίσει και εν συνεχεία να τη διαπιστώσει ανά περίπτωση μαθητή;
Ετσι, λοιπόν, φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση. Αντί οι παρανομούντες γονείς να βρεθούν υπόλογοι στις αρχές μιας ευνομούμενης Πολιτείας και κατ’ ελάχιστον να κληθούν από τους Εισαγγελείς Ανηλίκων ώστε να ενημερωθούν ότι δεν έχουν δικαίωμα να στερούν από τα παιδιά τους τη φοίτηση στο σχολείο και πως αυτή τους η απόφαση ισοδυναμεί με παραμέληση ανηλίκου, μηνύουν κι από πάνω τους εκπαιδευτικούς που προστάτευσαν το δικαίωμά των μαθητών σε ένα ασφαλές υγειονομικό περιβάλλον, την εύρυθμη διεξαγωγή των μαθημάτων, την ακώλυτη παροχή Εκπαίδευσης και –ας μην το αγνοήσουμε– εντέλει το κύρος της Πολιτείας. Γιατί Πολιτεία που προβλέπει αλλά δεν ελέγχει, χάνει τον σεβασμό των πολιτών της.
Ετσι, σήμερα δεν γνωρίζουμε πόσοι μαθητές απορρίφθηκαν λόγω απουσιών που σημειώθηκαν μετά την άρνηση των γονιών τους να συμμορφωθούν με τα προβλεπόμενα μέτρα ανάσχεσης της πανδημίας. Ούτε πόσοι απουσίασαν μεν συστηματικά, αλλά προήχθησαν «στα μουλωχτά» στην επόμενη τάξη για «να μη γίνει θέμα» και οι γονείς τους ακόμα γελούν με τα «κορόιδα γονείς» που συμμορφώθηκαν με τους κανόνες της Πολιτείας, θεωρώντας ότι τα παιδιά στα σχολεία πρέπει να διδάσκονται τον σεβασμό προς την κοινότητα, τις ανάγκες της και τους κανόνες της. Εμπράκτως κι όχι στη θεωρία.
Εκείνο, όμως, που γνωρίζουμε, σύμφωνα και πάλι με όσα «κυκλοφορούν» ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς, είναι πως και οι δυο αριθμοί μαθητών δεν είναι αμελητέοι. Αν, λοιπόν, η φετινή σχολική χρονιά κόστισε εκ των πραγμάτων σε ποιότητα προσφερόμενης εκπαίδευσης σε όλους τους μαθητές, σε κάποιους από αυτούς –που έχουν την ατυχία οι γονείς τους να είναι αρνητές της πανδημίας και των πρωτοκόλλων που αυτή μας επέβαλε– κόστισε περισσότερο. Κι αυτό γιατί το μήνυμα του υπουργείου προς τους εκπαιδευτικούς ήταν τελικά αφόρητα σαφές: «μην ενοχλείτε» τους γονείς-αρνητές· κάντε τα στραβά μάτια· κι αν επιμείνετε να εκτελέσετε το καθήκον σας, να ξέρετε ότι θα βρεθείτε μόνοι και κατηγορούμενοι.
Γιατί συνέβησαν όλα αυτά δεν είναι δύσκολο να ερμηνευτεί. Το κομματικό σύστημα της χώρας —κι όχι μόνο το κυβερνών κόμμα – και στην περίπτωση των αρνητών της πανδημίας και των αντιεμβολιαστών μοιάζει να φοβάται την εκλογική του βάση. Ως εκ τούτου τη χαϊδεύει με όποιον τρόπο μπορεί, αγνοώντας στην πράξη σε κάποιες περιπτώσεις το γενικό συμφέρον. Αν τύχει και την πληρώσουν μερικοί ευσυνείδητοι υπάλληλοι, ε ας πρόσεχαν… Δεν χρειάζεται να παίρνουν τοις μετρητοίς τις επίσημες διακηρύξεις της Πολιτείας. Οι «άλλες» μετράνε στην ουσία.
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας