Στα σουβλατζίδικα της Καλλίπολης Πειραιώς της δεκαετίας του ’60 έπρεπε να περιμένεις μέχρι και ένα τέταρτο για να έρθει η σειρά σου. Το μεγάλο σουβλατζίδικο της πλατείας Σερφιώτη, δίπλα στο «Εντελβάις», είχε και τζουκ μποξ. Στα 15 λεπτά της αναμονής, αν ήσουν μεσήλικας και λάγιος μπορούσες να ενημερωθείς από το τζουκ μποξ για τις επιτυχίες του Σπύρου Ζαγοραίου και της Ρούλας Καλάκη. Αν ήσουνα άγριο νιάτο, τους τα έσπαγες με Μπίλ Χάλεϊ και Αντριάνο Τσελεντάνο. Yeah! Αντικείμενο δεν ήταν να σου αρέσουν –που ο Bill Haley and the Comets ποτέ δεν μου άρεσαν–, αλλά να τους τη σπάσεις.
Στη σκάλα της ζωής στη μουσική, παρατηρήστε τα πιτσιρίκια των δύο και τριών ετών που αντί να τραγουδάνε, γκαρίζουν για να τραβήξουν την προσοχή. Στα 14 και τα 15 τα γκαρίσματα αναλαμβάνουν άλλοι. Και αν λέγονται τράπερ, που δεν υπήρχαν την εποχή της μούχλας των γονιών, ακόμα καλύτερα. Το θέμα, όμως, είναι μουσική και στίχοι να τη σπάνε. Και αν οι γονείς θέλουν politically correct γλώσσες και Γκεβάρες, αυτά θα θέλουν ξέκ…λα και μ…νάκια. Κότερα, ελικόπτερα και οικόπεδα.
Με τον στίχο στα «Κότερα» να είναι τόσο ψεύτικος όσο το rock and roll του Μπιλ Χάλεϊ. Εκτός του ότι το κότερο τελευταία φορά που το έχω ακούσει είναι σε ταινία του Βουτσά, αυτά τα οικόπεδα με σκοτώνουν. Μπορώ να σκεφτώ ένα 15χρονο να φαντασιώνεται ότι είναι ο Εσκομπάρ στο «Narcos», αλλά μου είναι κάπως δύσκολο να τον δω να φαντασιώνεται ότι είναι ο Ρουσσουνέλος και ρωτάει για τον συντελεστή δόμησης. Οχι βέβαια ότι αργότερα δεν είναι δυνατόν.
Στον δυτικό πολιτισμό του 21ου αιώνα, η επανάσταση είναι τόσο αστική όσο το γκολφ. Οι στοίχοι στα τραγούδια για την πιτσιρικάδα έχουν λιγότερη σχέση με την πραγματικότητα από όσο το Δέλτα του Μισισιπή με την πλατεία Σερφιώτη —και περισσότερη από την «Απονη Ζωή» όταν τη χορεύει ζεϊμπεκιά μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ. Βέβαια η νεολαία μπορεί να καταστραφεί. Όχι ότι πειράζει και πολύ. Οι νεολαίες καταστρέφονται ανά πενταετίες. Και επιστρέφουν πιο επίμονα από τη μούχλα στους τοίχους των μπάνιων. Το πολύ κάποιος σημερινός τινέιτζερ να καταλήξει μετά από τρία χρόνια στο πανεπιστήμιο με δύο τρία σταμπωτά λατινοαμερικάνικα πουκάμισα και να μην ξέρει πού να τα φορέσει.
Αν από τον ντόρο που προκάλεσε ο θάνατος του Mad Clip, αν υπάρχει μια ανησυχία είναι για την αστυνόμευση των μεγάλων δρόμων και ιδιαίτερα της παραλιακής. Στην περίοδο Χρυσοχοΐδη, στις τρεις σοβαρές παραβάσεις, μέθη, κόκκινο και υπερβολική ταχύτητα, υπήρξε αρχικά αυστηρότητα. Αργότερα ατόνησε, αφού για τον μέσο αστυφύλακα είναι πιο εύκολο να σταματήσει έναν με παπί που δεν φοράει κράνος, παρά έναν τράπερ που οδηγεί μια Porsche με 200. Πριν από τέσσερα χρόνια είχε γίνει ένα ανάλογο ατύχημα σε πάρκινγκ της Εθνικής, μόνο που τότε, εκτός από τον οδηγό και τον συνοδηγό, είχαν σκοτωθεί μια μητέρα και το τρίχρονο παιδί της. Η φύση των ανθρώπων είναι να ξεχνάει τα τραγικά γεγονότα. Στις υποχρεώσεις της δημοσιογραφίας θα έπρεπε να είναι να τα υπενθυμίζει και στα καθήκοντα του κράτους να μην ξανασυμβούν.