| Creative Protagon/Shutterstock
Απόψεις

Λες και γεννήθηκε χωρίς ψυχή…

Τόσο τερατωδώς παραφουσκωμένο «εγώ» μπορούσε, θαρρούσε, να κοροϊδεύει εσαεί το σύμπαν όλο. Μόνο ένα τής διέφυγε, ορατό στα μάτια όλων, αυτό και την πρόδωσε. Η αψυχία (...) Δεν είναι που σκότωσε τα παιδιά της, είναι που δεν θρήνησε για τίποτα, ούτε καν για τον εαυτό της. Ξεπέρασε τη Μήδεια
Ρέα Βιτάλη

Πολύτιμη η εργαλειοθήκη για τα μαστόρια. Κάθε εργαλείο, προέκταση των χεριών τους. Και για ετούτη τη γυναίκα, πολύτιμη η εργαλειοθήκη της. Παιδιά στη σειρά ως εργαλεία της. Δεξιοτεχνικά τα χειριζόταν από τη μήτρα της ακόμα. Αν ο άνδρας τολμούσε να σκεφτεί να φύγει από κοντά της… Θυσία ένα παιδί… Να μάθει. Να πονέσει, να δοκιμαστεί η συνείδησή του με ένα άρρωστο παιδί, να πνιγεί σε τύψεις, αμαρτωλός κατάβαθα, να πισωγυρίσει ή να μην μπορεί να πάει πουθενά, να μένει χαμένος για πάντα στον ιστό της.

Ολα «καλά» τα έκανε. Τόσο τερατωδώς παραφουσκωμένο «εγώ» μπορούσε, θαρρούσε, να κοροϊδεύει εσαεί το σύμπαν όλο. Μόνο ένα τής διέφυγε, ορατό στα μάτια όλων, αυτό και την πρόδωσε. Η αψυχία. Τόσο δραματικά ανάπηρη σε κόσμο ψιλοαναπήρων! Αυτό και της το φύλαγαν. Δεν είναι που σκότωσε τα παιδιά της, είναι που δεν θρήνησε για τίποτα, ούτε καν για τον εαυτό της. Ξεπέρασε τη Μήδεια, γραμμένη από άνδρα. Τον παππού μας, Ευριπίδη. Οχι ποσοτικά… Δύο εργαλεία θυσίασε η Μήδεια, ετούτη τρία… Αν τα εργαλεία είναι παιδιά, και το «ένα» πολύ είναι… Οχι λοιπόν ποσοτικά, αλλά άψυχα. Αν-έρωτα. Τόσο αδιανόητα φλατ, που δεν χωράει νους ανθρώπου. Λες και γεννήθηκε χωρίς ψυχή. Γιατί αν είχε, δεν μπορεί να άδειασε τόσο!.. Ποιος μπορεί να αδειάσει τόσο μια ψυχή που να μη μείνει στάλα; Μπορεί;

Ολοι σε τούτη την τραγωδία θανατικά φλατ. Δεν υπάρχει εκείνη η τροφός του Ευριπίδη, η παιδαγωγός, σε διαρκή συναγερμό αγωνίας… Από την πρώτη σελίδα οδύρονται για εκείνη: «Στα δάκρυα διαλύει τον πηγμένο χρόνο όλης της τής ζωής, της χαλασμένης από την αδικία του ανδρός» και «Η συμφορά είναι στην αρχή. Αργεί πολύ το τέλος». Και πριν-πριν-πριν ακόμα από αυτά, έρχεται ο συνταρακτικός μεταφραστής της, Γιώργος Χειμωνάς, στην εισαγωγή του, να βοηθήσει το βήμα της ανάγνωσής μας: «Η καταγωγή του έρωτα είναι βάρβαρη. Αν δεν δούμε, έστω και φευγαλέα, σε κάποια στιγμή αυτής της τραγωδίας, το παραμορφωμένο πρόσωπο της Μήδειας, δεν θα προλάβουμε πάνω στη βαρβαρότητα της ερωτικής της απογύμνωσης από κάθε προσδοκία προς τον Ιάσονα, από όλες τις ερωτικές της μνήμες από αυτόν…», «η Μήδεια θα οδηγήσει την ερωτική ιστορία της προς ένα τέρμα, όχι για να την τελειώσει αλλά για να την αποθεώσει (και να την εναποθέσει, να την ασφαλίσει) μέσα σε μια τρομαχτική, βάρβαρη ένωση. Γιατί ο σκοπός του έρωτα είναι ή οπωσδήποτε ένωση και η βαρβαρότητά του ή οποιαδήποτε πράξη για να την κατορθώσει. Δυο φορές βάρβαρη η Μήδεια – από καταγωγή κι από έρωτα. Δεν είναι τυχαίο».

Ο Ευριπίδης μεταδίδει κλυδωνισμούς κατάψυχα, κατάστηθα. Οι ήρωες αμφιταλαντεύονται, οδύρονται, λυγίζουν, παρακαλάνε, λιώνουν και συντίθενται. Ποιος Ιάσονας στην τραγωδία της Πάτρας; Ποιος Χορός; Ποιοι θεοί; Τόσο άφαντοι στην τραγωδία της Πάτρας. Φλατ όλοι! Μα τόσο όλοι; Ετούτη η γυναίκα της Πάτρας πέραν της Μήδειας. Διάβασε ξανά τον Γιώργο Χειμωνά να αναλύει το τέλος της αρχαίας μας: «Αυτή η ανάληψη, στο τέλος, της Μήδειας στον ουρανό, πάνω στο άρμα με τους φτερωτούς δράκοντες, είναι μια φαντασμαγορία που αποφασίζει ξαφνικά ο ποιητής να της χαρίσει. Σημαίνει τον ερωτικό της θρίαμβο». Ποιο ερωτικό σε μας; Κούφιο, όλο. Και δεν έχει γραφτεί ακόμα το φινάλε.

Μόνο άγαρμπα, θλιβερά, η μάνα με την αδελφή τρέχουν με νερά σε πλαστικά μπουκάλια και μια σακούλα με ρούχα της. Και ο «Ιάσονας» ακόμα συλλογάται τα ασυλλόγιστα που ποτέ δεν πήρε χαμπάρι. Τόσο εγκληματικά, τόσο επικίνδυνα απονήρευτος Ιάσονας; Και μια ομάδα ανθρώπων ως άγαρμπος σύγχρονος Χορός ξέσπασε πάνω στην πόρτα τους και άφησαν τρία κεριά αναμμένα και λίγα λουλούδια. Και, μα τον Θεό, τον όποιο Θεό, όσο κι αν ήταν βάρβαρο, ήταν και το μόνο σε ανθρώπινα μεγέθη σε μια ιστορία τόσο κρύα άψυχη… Τόσο κούφια ψυχών…

Πουλάκια μου, στο ταξίδι σας ας βρεθεί λίγη ψυχής ζεστασιά να σας ζεστάνει ή, έστω, αγκαλιάστε ελεύθερα το ένα το άλλο, να γίνεται η κουβερτούλα τού ενός στο άλλο. Οσο ζω θα απορώ; Πώς μπορεί να υπάρχει Θεός που δίνει γεννητικό σύστημα σε ανθρώπους που στερούνται άλλων ζωτικών οργάνων;