Το χιούμορ είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Θυμάμαι το δεξιοτεχνικό, λεπτό χιούμορ του Φρέντυ Γερμανού, κι ας ήμουν μικρή μπροστά σε ασπρόμαυρη οθόνη. Πολλές φράσεις του θυμάμαι… Οπως για παράδειγμα, εκείνη τη συμμετέχουσα σε καλλιστεία που του είπε ότι λατρεύει να γράφει ποίηση και δη, τα βράδια με φεγγάρι.
Της ζήτησε, λοιπόν, να απαγγείλει ένα δικό της ποίημα και εκείνη, αφήνοντάς μας άναυδους, απήγγειλε τα «Κεριά» του Καβάφη. Και ο Γερμανός, αγγίζοντας το χέρι της, την παρακίνησε: «Σας εύχομαι μια μέρα να γράψετε και την Ιθάκη». Θυμάμαι και τον ορισμό του για το χιούμορ: «Χιούμορ είναι να διακωμωδείς τον εαυτό σου που έπεσε, πλάκα είναι να ξεκαρδίζεσαι με τον άλλον που έπεσε».
Μα γιατί πλατειάζω; Κανένας, ποτέ, δεν είπε ότι οι «Ράδιο Αρβύλα» έχουν χιούμορ. Κάποτε, στη φρεσκαδούρα της άφιξής τους, είχαν πλάκα. Τότε που διατηρούσαν οικοτεχνία πλάκας στη Θεσσαλονίκη. Μετά ανέλαβαν παραγωγή. Επρεπε οι μηχανές να παράγουν πλάκα για κάθε μέρα. Μπήκε το «πρέπει». Το χαλαρό ζωγραφίστηκε αγωνία. Το γέλιο έγινε βεβιασμένο, εξαναγκαστικό, προτρεπτικό, «Ελάτε, άντε! Εδώ, τώρα, γελάστε, αφού γελάμε κι εμείς». Πάει το πηγαίο. Το γέλιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα.
Και ενώ υπήρχε αυτή η δυσκολία, ήρθε και το μεγάλο κακό. Η αποκάλυψη για τον έναν της παρέας. Και εκεί… Δύο τα σταυροδρόμια. Στο ένα μαυροφοριέσαι και πέφτεις από τα σύννεφα. Ενώ αναμεταξύ, πιθανολογώ, λες περίπου αυτά: «Γαμώ την ατυχία μας. Εδώ κάνουμε αγώνα για να είμαστε καθημερινά αστείοι κι έρχεται ο μαλάκας… Τόσες οικογένειες τρέφονται σε καιρούς δύσκολους… Ποιος θα μας το έλεγε… Ηταν ανάγκη; Θα αφήσουμε να μας πάρει στον λαιμό του ο μαλάκας με τις μαλακίες του;»…
Συνεννοήσεις με τον σταθμό, άσε να περάσει λίγος καιρός, εδώ πέρασαν για άλλα κι άλλα… (Ο Καμμένος κόβει βόλτες με κόκκινο βελούδο κοστούμι εις Παρισίους και ανεβάζει και φωτό για το πόπολο). Στο κάτω κάτω, δεν είναι αυτοί οι διαπράξαντες τη «μαλακία». (Ολα, όλων των αποχρώσεων, ομαδοποιούνται «μαλακία»).
Μην τρελαθούμε κιόλας! Και επανήλθαν. Το άλλο μονοπάτι έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, σπανιότητα αλλά και κόπο. Να μιλήσεις αληθινά. Για το τι είναι παρέα, για τη μαγεία, την ευεργεσία αλλά και το ύπουλο. Από τα λίγα που μου αρέσουν στους Αμερικάνους είναι ότι το πάθημα φροντίζουν να γίνει μάθημα. Κοινωνούν την αλήθεια τους. Πώς η κρίση μας γλυκά νοθεύεται για το φιλαράκι μας. Πώς το μυαλό μας δεν αντέχει να δει κάτι στις αληθινές διαστάσεις του… Πώς αυτό που γελάμε «Δεν χόρτασες, ρε μαλάκα, κοριτσάκια;» μπορεί να υποκρύπτει ανωμαλίες για τις οποίες εθελοτυφλούμε, γιατί δεν τις χωράει το μυαλό μας… Πώς τελικά μπορεί κι αυτόν, που νομίζουμε ότι τον ξέρουμε, να μην τον ξέρουμε τόσο καλά. Πώς η σεξουαλική συμπεριφορά του ανθρώπου είναι το μαύρο κουτί του. Δεν έχουν συμβεί ένα σωρό και στις «καλύτερες οικογένειες» φιλίας; Οι φίλοι είναι η σύγχρονη οικογένεια. Μήπως πολλά ζητάω; Μπορεί.
Η παρέα, όπως όλα έδειχναν, θα επέλεγε το πρώτο μονοπάτι, του «πέφτω από τα σύννεφα». (Αλλά και με μια συνάντηση με τη γυναίκα που κατήγγειλε και –όπως τουλάχιστον δήλωσαν– ενίσχυση στα δικαστικά έξοδά της). Αυτά μπόρεσαν, αυτά έκαναν. Αυτό, όμως, που με την επανεμφάνισή τους δεν θα περίμενε κανείς να κάνουν, και επιτρέψτε μου ενέχει και θλιβερή πονηριά, είναι, ότι θα κατέφθαναν κάπως ως αντιστασιακοί από τα κρατητήρια της πάλαι ποτέ Μπουμπουλίνας (πώς φαίνονται τα χρόνια μου!).
Θέλησαν να μας υποψιάσουν ότι το όλον μυρίζει σκευωρία της κυβέρνησης ίνα απαλλαγεί από την ΜΟΝΗ σατιρική εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης. Τονίζοντας το «ΜΟΝΗ». Λες να έχει απαγορεύσει η κυβέρνηση σε άλλους; Λες πίσω από την εξαφάνιση του Λαζόπουλου να είναι ο Πρωθυπουργός; Και απλώθηκαν σε ένα σωρό «ο Κούλης» και «ο Κούλης» και «Αφού δεν κατάφερε να μας ρίξει με τα παπαγαλάκια του βάζει σε εφαρμογή τις υπερφυσικές του δυνάμεις και μας έστειλε σεισμό στη Θεσσαλονίκη».
Και «βλέπουμε δάκτυλο της κυβέρνησης να προσπαθεί να μας σωπάσει». Τον δάκτυλο της κυβέρνησης τον είδαν, του Παναγιωτόπουλου δεν τον έβλεπαν; (Τον Αδωνι τον αφήνω έξω γιατί τέρπεται να τον αναφέρουν. Ηδονίζεται. Εχει το «θέμα» του). Τελικά, αυτό που έχει διαχρονικά χοντρή πλάκα είναι να κάθεσαι σε καφενέ και ενώ μπόρεσες και δεν μπόρεσες να διαχειριστείς εποικοδομητικά μία, όλη κι όλη, κρίση που σου έτυχε… να επανέρχεσαι για να χλευάσεις κάποιον που έχει να διαχειριστεί τη μία κρίση μετά την άλλη. Αλλά και αυτό συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες καφενείων. Είναι το ελληνικότατο «Κάνε με για μια μέρα κυβέρνηση και θα δεις!».