Με τα κρούσματα κορονοϊού παγκοσμίως αλλά και στη χώρα μας να αυξάνονται και την ανησυχία να μεγαλώνει, θα ήταν μια δυσάρεστη ευκολία να πιστέψουμε στο αναπόδραστο της επιβεβαίωσης δυσοίωνων προβλέψεων. Για την πορεία της νόσου βέβαια υπάρχουν μαθηματικά μοντέλα, που δημιουργούνται από τους ειδικούς και με βάση τα οποία λειτουργούμε. Προκύπτει όμως σαφώς από κάθε συζήτηση με τους λοιμωξιολόγους, επιδημιολόγους αλλά και ειδικούς των οικονομικών και της πολιτικής της υγείας ότι η επιβεβαίωση των κακών σεναρίων δεν είναι άφευκτη: τα πράγματα μπορούν κάλλιστα να εξελιχθούν διαφορετικά. Σε αυτή την κατεύθυνση, της επιτυχούς έκβασης δηλαδή και αυτής της νέας δοκιμασίας, είναι χρήσιμο να ξαναδούμε εκείνα τα στοιχεία που οδήγησαν στη μεγάλη εθνική επιτυχία της αντιμετώπισης του πρώτου κύματος της νόσου.
Ξέρω ποια είναι η ένσταση του αναγνώστη μας σε αυτό το σημείο: ότι οι ευρείας έκτασης απαγορεύσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι ανέφικτο να επιβληθούν ξανά. Δεν θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει ότι η επιβολή καθολικών lockdown βρίσκεται τώρα εκτός του οπλοστασίου μας.
Από την άλλη όμως, η απόδοση της επιτυχίας της χώρας αποκλειστικά στην επιβολή των γενικών απαγορεύσεων συνιστά μια εξαιρετικά επίπεδη ανάγνωση όσων συνέβησαν την περασμένη άνοιξη. Κι αυτό γιατί λησμονεί την παράλληλη με τις απαγορεύσεις προσπάθεια του κράτους, με τη συνεπικουρία των ειδικών, να πείσει για την αναγκαιότητα της λήψης μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και προσωπικής υγιεινής. Μια προσπάθεια που βρήκε μοναδική και πρωτόγνωρη ανταπόκριση στην ελληνική κοινωνία, τόσο που μπορεί να λεχθεί ότι πετύχαμε γιατί συμμορφωθήκαμε με τα μέτρα προστασίας με την καρδιά μας, συνειδητοποιώντας ότι έπρεπε να προστατεύσουμε εμάς και τους δικούς μας ανθρώπους που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες από μια μεγάλη δοκιμασία.
Οπως και η συμμόρφωση με τα καθολικά lockdown, έτσι και η προσχώρηση σε μια λογική τήρησης αποστάσεων, χρήσης μάσκας και υιοθέτησης μέτρων προσωπικής υγιεινής είναι πρωτίστως ζήτημα πειθούς.
Η επιτυχία της χώρας μας στην προηγούμενη φάση της επιδημίας του κορονοϊού έγκειται κυρίως στην έγκαιρη συνειδητοποίηση εκ μέρους της πολιτείας της ανάγκης να πείσει τους πολίτες για την αναγκαιότητα της εθνικής προσπάθειας και το ρόλο της προσωπικής ευθύνης μέσα σε αυτή. Στην κατεύθυνση αυτή, η πολιτεία αφενός μεν έκανε χρήση μιας εύληπτης ενημερωτικής καμπάνιας αφετέρου επιστράτευσε ειδικούς οπλισμένους με ενσυναίσθηση και κύρος, που μπόρεσαν να ενημερώσουν και να πείσουν για την αναγκαιότητα συμμετοχής κάθε πολίτη σε αυτή την εθνική προσπάθεια, τους κινδύνους της παραίτησης αλλά και τη σημασία της επιτυχίας για την υγεία μας.
Ο δρόμος της πειθούς δεν είναι όσο αυτονόητος μοιάζει. Μια ευρύτερη ματιά στο χειρισμό της πανδημίας ανά τον κόσμο μας υπενθυμίζει ότι άλλες χώρες επιχείρησαν να προσεγγίσουν το θέμα αρνούμενες το πρόβλημα και προσχώρησαν με καθυστέρηση σε μια εκστρατεία ενημέρωσης, με τραγικά αποτελέσματα. Άλλες πάλι χώρες απέτυχαν να πείσουν τους πολίτες τους για την αναγκαιότητα της λήψης μέτρων, με αποτέλεσμα την πρόκληση μαζικών διαδηλώσεων και φαινομένων μαζικής απείθειας.
Η πειθώ βρίσκεται στην πραγματικότητα στον πυρήνα της άσκησης πολιτικής. Απέναντι στην ευκολία τού να παρουσιάζονται όλα ως δοθέντα ή αυτονόητα, η πειθώ αναλαμβάνει να ευαισθητοποιήσει γύρω από ένα ζήτημα, να συστρατεύσει την κοινωνία γύρω από μια κοινή προσπάθεια και να ενημερώσει για την αναγκαιότητα προσχώρησης σε ένα συγκεκριμένο τύπο συμπεριφοράς.
Την περασμένη άνοιξη πετύχαμε όχι μόνο γιατί το κράτος προχώρησε στη λήψη μέτρων αποστασιοποίησης αλλά γιατί έπεισε τους πολίτες να συμμετάσχουν συντονισμένα στη μεγαλύτερη εθνική συλλογική προσπάθεια που έχουμε δει εδώ και δεκαετίες. Τα κομβικά στοιχεία της επιτυχίας δεν λείπουν λοιπόν ούτε και τώρα από το οπλοστάσιό μας: θα τα ξανακαταφέρουμε αν ενημερωθούμε, ευαισθητοποιηθούμε και πεισθούμε να προσπαθήσουμε ξανά, όλοι μαζί με την καρδιά μας. Εκεί βρίσκεται το κλειδί μιας νέας εθνικής επιτυχίας που δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε όμως και ανέφικτη.