«Οk, βρισκόμαστε πάλι στην ασυνήθιστη θέση όχι μόνο να διακόπτουμε τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά να διορθώνουμε τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών». Οk, με αυτό το ιστορικό on air σχόλιο του Μπράιαν Γουίλιαμς του MSNBC, τη βραδιά του θρίλερ των αμερικανικών εκλογών, θα μπορούσε και να έχει τελειώσει η συζήτηση για την απόφαση του Facebook και του Twitter να κλείσουν τους λογαριασμούς του Ντόναλντ Τραμπ, «φιμώνοντας» τάχα έναν πολιτικό που ψηφίστηκε από 74 εκατ. ανθρώπους.
Διότι εκείνο το βράδυ καταλάβαμε, όσοι θέλαμε τέλος πάντων, τη διαφορά του Μέσου Μαζικής Ενημέρωσης με το Μέσο Κοινωνικής Δικτύωσης. Το ΜΜΕ είναι μεν καλός αγωγός της πληροφορίας, αλλά πρώτα απ’ όλα, μια από τις θεμελιώδεις λειτουργίες του είναι να τη μεταδίδει μέσα από τα απαραίτητα για τη λειτουργία των κοινωνιών φίλτρα επαλήθευσης, ενσυναίσθησης και κρίσης. Δεν βγαίνεις να λες ό,τι σου λέει ο άλλος. Ή έστω έτσι πρέπει να γίνεται.
Αντιθέτως τα social media δεν είναι έτσι. Δεν είναι καθόλου έτσι. Ο Τραμπ και ο κάθε Τραμπ λέει κάτι και «καταναλώνεται» ατόφιο από ένα τεράστιο κοινό δεκάδων εκατομμυρίων ακουλούθων —η όψιμη σήμανση του Twitter ότι αυτά που ισχυρίζεται ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ είναι «disputed» έπαψε γρήγορα να συνιστά ψόγο, είναι πλέον παράσημο για τους οπαδούς του, ο λογαριασμός του έγινε όχι μόνο ο πομπός, αλλά το μεγάφωνο για τους φανατικούς μιας σέχτας που τελικά όρμηξαν στο Καπιτώλιο.
Υπάρχει μια μεγάλη, μια τεράστια παρανόηση που κάνουν (κάνουμε) οι περισσότεροι. Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, επειδή λέγονται έτσι, δεν είναι ό,τι είναι τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Και παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, το πρόβλημα δεν είναι τα δεύτερα, αλλά είναι τα πρώτα. Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης είναι πρόβλημα όχι μόνο επειδή η πληροφορία σε αυτά έχει την ίδια εικονολατρική αξιολόγηση —στο timeline η ανάρτηση των εμβληματικών New York Times έχει την ίδια έκταση και μπορεί την ίδια εικόνα με αυτήν του φαιδρού «Μακελειού», άρα για τον χρήστη έχει το ίδιο «βάρος», την ίδια σημασία και την ίδια… εγκυρότητα— αλλά και επειδή η πληροφορία στα social media, μολονότι θεωρητικά ακηδεμόνευτη και ανόθευτη, έχει τους δικούς της «προαγωγούς», χειρότερους από τους «νταβατζήδες» που έλεγε μια ψυχή.
Για να μην ξεφύγουμε από την περίπτωση Τραμπ, να πούμε μόνο δύο ιστορίες.
Η πρώτη έχει να κάνει με μια «είδηση» ότι ο πάπας Φραγκίσκος είχε πει πως η αληθινοί Ρωμαιοκαθολικοί δεν θέλουν τη Χίλαρι Κλίντον για πρόεδρο των ΗΠΑ το 2016. Ήταν μια «είδηση» που την είδαν περί τα δύο εκατομμύρια αμερικανοί χρήστες του Facebook. Τη διάψευσή της την είδαν 200.000, δηλαδή οι υπόλοιποι 1,8 εκατ. τη μεταβόλισαν ως έχει.
Η δεύτερη έχει να κάνει με τον ρόλο της Cambridge Analyltica, που έχοντας πρόσβαση στα δεδομένα που δημοσιοποιούμε στο Facebook, μπορούσε να ανιχνεύσει ρουτίνες, πιστεύω, αντιλήψεις και γεωγραφικές πληροφορίες εκατομμυρίων χρηστών και να τους προβάλει μέσω αλγορίθμων τις «ειδήσεις» που είναι πιο πρόθυμοι να διαβάσουν —και να παρασυρθούν από αυτές. Αν σκεφτεί κανείς ότι οι εκλογές του 2016 κρίθηκαν υπέρ του Τραμπ για 44.000 ψήφους στην Πενσιλβάνια και 11.000 ψήφους στο Μίσιγκαν, και αν σκεφτεί επίσης ότι οι μισοί Αμερικανοί δηλώνουν ότι «ενημερώνονται» από το Facebook, μπορεί και να καταλάβει το πρόβλημα.
Τα ΜΜΕ θεωρούνται δημόσιο αγαθό, κρίνονται από τους διαφημιστές και τους πολίτες και στο τέλος υπόκεινται σε ελέγχους ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών. Το Facebook και το Twitter, αντιθέτως, μολονότι κυρίαρχα στη δημόσια σφαίρα παραμένουν ιδιωτικές εταιρείες που τυπικά ισχυρίζονται ότι πουλάνε ένα «παιχνίδι» (ασχέτως αν με αυτό παίζει όλη η ανθρωπότητα) και ως εκ τούτου ελέγχονται μόνο από τους παίκτες, τους ιδιοκτήτες και μετόχους τους, άντε και την επιτροπή κεφαλαιαγοράς της Γουολ Στριτ.
Αυτή τη στιγμή ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ μπορεί να ανεβάζει και να κατεβάζει όχι μόνο κυβερνήσεις και όπως αποδείχτηκε τον πλανητάρχη —σκεφτείτε τι μπορεί να κάνει σε μια χώρα αν, για παράδειγμα, ήθελε να βλέπουν στο timeline τους οι Εγγλέζοι, οι Γερμανοί και οι Ρώσοι, βασικοί «πελάτες» μας δηλαδή, αρνητικές ή θετικές ειδήσεις για την Ελλάδα. Και για να το πούμε και διαφορετικά: αν ήθελε ο Ζάκερμπεργκ να βάλει για πρόεδρος των ΗΠΑ, τι θα τον εμπόδιζε ακριβώς; Απλώς μια συμφωνία του με ΜΜΕ να του προσφέρουν μια επίφαση κύρους —όχι ότι θα του ήταν απαραίτητο.
Το Facebook και το Twitter σωστά φίμωσαν τον Τραμπ. Διότι εκτός των άλλων, μπορούν και κάνουν ό,τι θέλουν. Οπως το καζίνο μπορεί να αποβάλει κάποιον επειδή μετράει φύλλα και χαλάει το παιχνίδι, έτσι και οι κρουπιέρηδες της ενημέρωσης μπορούν να αναγνωρίσουν έναν παίκτη που έγινε επικίνδυνος. Ο Τραμπ έπαιξε καιρό με το παιχνίδι τους, αθέτησε τους όρους και εκτιμούν ότι μπορεί τώρα να το «σπάσει» —μεταξύ άλλων τα tweets και οι άλλες αναρτήσεις λειτούργησαν εμπρηστικά σε μια απόπειρα κατάλυσης της αμερικανικής δημοκρατίας.
Αλλά ακριβώς επειδή «παιχνίδι» τους έχει γίνει η δημοκρατία μας, έχει γίνει ο κόσμος μας, καιρός είναι να τους επιβάλουμε πια και τους δικούς μας όρους.