Σε πρώτη ανάγνωση, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών κρίνεται γενικά ως ικανοποιητικό για το Κίνημα Αλλαγής, ιδίως αν ληφθούν υπόψη η πόλωση, το γεγονός ότι το ρεύμα υπέρ της ΝΔ είναι δυναμικό καθώς και ότι παρατηρείται μια γενικότερη συντηρητική στροφή της ελληνικής κοινωνίας μετά από τέσσερα χρόνια ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο το αποτέλεσμα εμπεριέχει και σημαντικά μηνύματα που χρήζουν προσοχής και διευθέτησης εν όψει της εθνικής κάλπης, προκειμένου να μην υπάρξουν δυσάρεστες εκπλήξεις.
Κατ’ αρχάς τα καλά νέα.
Πρώτο θετικό σημείο για το Κίνημα Αλλαγής είναι ότι πρόκειται για το μοναδικό κόμμα –εκτός φυσικά από τη ΝΔ και τους νεόκοπους (Βελόπουλο, Βαρουφάκη)–, που ενισχύει την απήχησή του στο εκλογικό σώμα. Αυξάνει το ποσοστό του κατά 1,5-1,7% σε σύγκριση με το 6,29% των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015, σχεδόν στο 7,8% και πλησιάζει το ποσοστό της Ελιάς το 2014 (8,02%). Πρόκειται για μια καλή επίδοση δεδομένης της σφοδρής σύγκρουσης ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ –έτσι τουλάχιστον θέλουν να σκέφτονται στη Χαριλάου Τρικούπη και ως έναν βαθμό δεν έχουν άδικο. Θα ήταν βέβαια, ακόμη καλύτερα αν το Κίνημα Αλλαγής είχε καταφέρει να υπερβεί το 8% και να διεκδικούσε με ισχυρές πιθανότητες να εκλέξει και τρίτο ευρωβουλευτή. Σε κάθε περίπτωση σταθεροποίησε τις δυνάμεις του για να μπορέσει εφεξής να διαμορφώσει παραταξιακά χαρακτηριστικά.
Δεύτερο θετικό σημείο είναι ότι για τη σαρωτική νίκη της ΝΔ, το Κίνημα Αλλαγής δεν φέρει ευθύνη –εξ ου και η δήλωση της Φώφης Γεννηματά που κατηγόρησε τον Αλέξη Τσίπρα ως «χορηγό της Δεξιάς». Διότι είναι ξεκάθαρο πως ο ΣΥΡΙΖΑ και οι πρόθυμοι «γεφυροποιοί» είναι αυτοί που έχουν την ευθύνη για τον αέρα που απέκτησε η ΝΔ. Είναι ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ που με την πολιτική τής αντι-μεταρρύθμισης, της υπερφορολόγησης, της αλαζονείας και της οίησης άνοιξαν διάπλατα τον δρόμο για την ισχυρή πιθανότητα αυτοδυναμίας της ΝΔ στις επικείμενες εθνικές εκλογές. Το δήθεν αντιδεξιό μέτωπο που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ η κοινωνία το απέρριψε ακριβώς ως κάτι το δήθεν.
Τρίτο θετικό σημάδι συνιστά το γεγονός ότι το Κίνημα Αλλαγής κατοχύρωσε την τρίτη θέση και φαίνεται να αποκτά τη δυνατότητα να είναι ο τρίτος παίκτης στην εθνική κάλπη και να έχει λόγο για το παιχνίδι της εξουσίας. Γίνεται, μικρός μεν, αλλά νοματαίος, κατά τη λαϊκή ρήση. Σε πρώτη φάση διεκδικεί να παίξει τον ρόλο του χρήσιμου τρίτου. Προσπέρασε καθαρά τη Χρυσή Αυγή που ήταν ένας βασικός στόχος και αν καταφέρει στην εθνική κάλπη να το επαναλάβει θα έχει κερδίσει ένα μεγάλο στοίχημα.
Δεν είναι όμως όλα ρόδινα. Τουναντίον. Ιδίως σε τοπικό επίπεδο. Σε αρκετές περιφέρειες τα ποσοστά του Κινήματος Αλλαγής κινήθηκαν οριακά και χωρίς σημαντικές βελτιώσεις (πχ. στα Γιάννενα). Σε ορισμένες μάλιστα έπεσαν (βλέπε Καβάλα). Διαπιστώθηκε εμφανής «τρύπα» πολιτικού και οργανωτικού χαρακτήρα, στις λαϊκές γειτονιές Αθήνας και Θεσσαλονίκης (Β’ Πειραιά, Περιστέρι) ενώ στους νέους ψηφοφόρους η απήχηση είναι ισχνή ως και απογοητευτική. Η γενική αίσθηση είναι ότι το κλέος της Αλλαγής του παρελθόντος δεν περπάτησε καθώς η ελληνική κοινωνία αναζητά σύγχρονες απαντήσεις.
Η αντίφαση έγινε εμφανής στην Αθήνα και στην Αττική όπου ο Παύλος Γερουλάνος και ο Γιάννης Σγουρός πήραν ποσοστά πολύ μεγαλύτερα από το Κίνημα Αλλαγής στη κάλπη των ευρωεκλογών. Ο κ. Γερουλάνος κινήθηκε στο 13,1% όταν το ΚΙΝΑΛ στην Α’ Αθήνας πήρε 6,33% ενώ ο κ. Σγουρός έφτασε το 17,3% ενώ το ΚΙΝΑΛ πήρε μόλις 5,5% στην Αττική. Υπό αυτό το πρίσμα η επιτυχία των δύο αυτών γίνεται ακόμα μεγαλύτερη και το γεγονός ότι δεν κατάφεραν τελικά να περάσουν στον β’ γύρο, έναντι του Νάσου Ηλιόπουλου και της Ρένας Δούρου αντίστοιχα, συνιστά πολιτικό πρόβλημα όχι τόσο για τους ίδιους αλλά πρωτίστως για τη Χαριλάου Τρικούπη.
Παράλληλα, η εκπεφρασμένη στην προεκλογική περίοδο συμπάθεια σε υποψηφίους προερχόμενους, εκτός του ΠΑΣΟΚ, δεν μετατράπηκε σε ψήφους στήριξης τους. Οι ψηφοφόροι και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ ανά την Ελλάδα, προτίμησαν να ψηφίσουν τους «πασόκους» παρά τους καινούργιους του φορέα της Κεντροαριστεράς, αναπαράγοντας το σύνδρομο του σκαντζόχοιρου. Για τους γνώστες των ευαίσθητων ισορροπιών στο εσωτερικό του Κινήματος Αλλαγής αυτή η νοοτροπία αυτοσυντήρησης του μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ και ο δισταγμός να ανοίξει το νέο κόμμα σε νέες φρέσκες δυνάμεις της νεότερας γενιάς συνιστά ανασταλτικό παράγοντα για τις εθνικές εκλογές. Και η κυρία Γεννηματά αν θέλει να έχει καλύτερη τύχη καλείται να τα διορθώσει όλα αυτά σύντομα…