«Δείτε εάν υπήρχαν στοιχεία σας στη μεγάλη διαρροή του Facebook». Ηταν μόλις την προηγούμενη εβδομάδα όταν το Διαδίκτυο «γέμισε» με αυτόν ή παρόμοιους τίτλους, και όχι μόνο στα ελληνικά. Ηταν η συνέχεια της αποκάλυψης ότι στοιχεία 533 εκατ. χρηστών του μεγαλύτερου κοινωνικού δικτύου στον κόσμο, όπως αριθμοί κινητών τηλεφώνων, διευθύνσεις email κ.λπ., είχαν υποκλαπεί το 2019 και αναρτηθεί σε μια βάση δεδομένων. Ανάμεσά τους 617.722 χρήστες από την Ελλάδα και 152.321 χρήστες από την Κύπρο. Το Facebook ουδέποτε «μας» ενημέρωσε σχετικά και μετά την αποκάλυψη, «μάσησε» τα λόγια του ότι γνωρίζει και έχει αντιμετωπίσει το θέμα. Oταν άλλωστε έχεις αφήσει πίσω σου ένα σκάνδαλο σαν του Cambridge Analytica, τι να σου πουν μισό δισεκατομμύριο τηλεφωνικοί αριθμοί…
Μην μπείτε στον κόπο να «ψαχτείτε». Κάποια στοιχεία επικοινωνίας σας άλλωστε είναι δημόσια ή στη «διάθεση» των ψηφιακών «φίλων» σας και από δική σας επιλογή. Επιπλέον, για το ίδιο το Facebook, όπως και για την Google, την Amazon και για τους άλλους ψηφιακούς γίγαντες (ή και «νάνους»), μεγαλύτερη σημασία από τα στοιχεία σας έχει κάτι άλλο: τι κάνετε όταν μπαίνετε στο Διαδίκτυο ή στα social media. Τι διαβάζετε, πόσο το διαβάζετε, πόσο χρόνο μένετε στο καθετί, τι ξεπερνάτε, πού σταματάτε να κάνετε σκρολ. Γιατί έτσι πληροφορούνται τις προτιμήσεις σας: τι σας αρέσει και πόσο. Και με βάση αυτές (αλλά και τις άλλες πληροφορίες που τους έχετε δώσει, θέλοντας και μη, όπως ηλικία, περιοχή κ.λπ.) φτιάχνουν το προφίλ σας ως καταναλωτή. Και ύστερα το πουλάνε. Σε διαφημιστές προϊόντων, προωθητές τάσεων, πωλητές πολιτικών και άλλων ιδεολογιών. Νόμιμα ή όχι. Με τη συγκατάθεσή σας ή χωρίς.
Αυτή τη στοχευμένη, εξατομικευμένη διαφήμιση, που βασίζεται στα ψηφιακά «ταξίδια» που όλοι μας καθημερινά κάνουμε και φτάνει στον καθένα μας με προσαρμοσμένα στο προφίλ μας μηνύματα, θέλουν να «τελειώσουν» μια και καλή αρκετοί ευρωβουλευτές, που κινούνται δραστήρια το τελευταίο διάστημα.
«Δεν μπορεί να είναι αυτό το επιχειρηματικό μοντέλο σε μια ελεύθερη κοινωνία», λέει η Αλεξάντρα Γκίις, βουλευτής των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και μπροστάρισσα στην εκστρατεία για την απαγόρευση της διαδικτυακής μικροστόχευσης, μαζί με τον συνάδελφο της Πολ Τανγκ. Από κοντά και άλλοι εκπρόσωποι σχηματισμών, κυρίως της Αριστεράς, που μοιάζει να έχουν μπροστά τους ένα «βουνό» να περάσουν. Σταδιακά, ωστόσο, κερδίζουν στήριξη και μάλιστα, τον περασμένο Οκτώβριο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπερψήφισε μια έκκληση για έλεγχο της διαδικτυακής παρακολούθησης διαφημίσεων. Επόμενος στόχος τους είναι η κατάργηση της Πράξης για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες, που από τα τέλη του 2020 έχει προτείνει προς ψήφιση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πριν από λίγες εβδομάδες, μάλιστα, ο Ρενάτε Νικολάι, επικεφαλής του cabinet του ευρωπαίου Eπιτρόπου Δικαιοσύνης, υπερθεμάτισε: «Η απαγόρευση συγκεκριμένων πρακτικών, όπως η μικρο-στόχευση σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, είναι μια συζήτηση που πρέπει να διεξαχθεί».
Σύμφωνα με την Αλεξάντρα Γκίις και τους συμμάχους της, «η μικρο-στόχευση χωρίζει τους ανθρώπους σε ομάδες συμφερόντων ενός ατόμου και αποτελεί απειλή για μια ελεύθερη, φιλελεύθερη δημοκρατία».
Αρκεί το GDPR;
Στον αντίποδα, οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιμένουν ότι η Πράξη Ψηφιακών Υπηρεσιών, που έρχεται και ως εφαρμογή του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων, του περίφημου GDPR, φτάνει και περισσεύει για να βάλει τάξη στην ψηφιακή ασυδοσία. «Δεν χρειαζόμαστε απαγόρευση στοχευμένης διαφήμισης, αλλά την επιβολή του GDPR. Υπάρχει μια απροθυμία επιβολής του GDPR», δήλωσε στο «Politico» ένας ανώτερος εκτελεστικός διευθυντής, που ζήτησε να μην κατονομαστεί. Ο αρμόδιος Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων, Πολωνός Βόιτσιεκ Βιεβόροφσκι, συμφωνεί: «Ο GDPR «θέτει το γενικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί η προστασία δεδομένων στην ΕΕ… Ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης του κοινωνικού αντίκτυπου της τεχνολογίας είναι μέσω της Πράξης Ψηφιακών Υπηρεσιών. Μπορεί να παρεμβαίνει άμεσα όπου βρίσκεται το πρόβλημα». Κάλεσε, μάλιστα, τα μέλη του ΕΚ να εξετάσουν εάν «θέλουμε πραγματικά αυτό το είδος επαναχρησιμοποίησης δεδομένων που συλλέγονται στο Διαδίκτυο για στοχευμένη διαφήμιση».
Δεν είναι μόνο η Ευρώπη. Το κίνημα για τον έλεγχο ή και την πλήρη κατάργηση της μικροστόχευσης επεκτείνεται σε όλες τις ηπείρους. Την ίδια στιγμή, οι τεχνολογικοί κολοσσοί φαίνεται να προχωρούν σε «αυτορρυθμίσεις». Η Google προχωράει στην κατάργηση των cookies υπέρ τρίτων, ενώ η Apple σχεδιάζει μια επιλογή για να εξαιρείτε εαυτόν με ένα «κλικ» από τα δεδομένα που συγκεντρώνουν οι εφαρμογές στα iPhone.
Ωστόσο, θα συνεχίσουν να συλλέγουν δεδομένα για τους χρήστες και να τα χρησιμοποιούν για την πώληση στοχευμένων διαφημίσεων. Αυτό που αλλάζει είναι ότι δεν θα επιτρέψουν σε τρίτους να το κάνουν στις πλατφόρμες τους – κάτι, που στην πράξη, τις καθιστά ακόμη πιο ισχυρές και γι’ αυτό έρχονται ήδη αγωγές εναντίον τους για μονοπωλιακή δράση τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ.
«Σύστημα γεμάτο απάτη»
Αλλωστε, η μικροστόχευση δεν είναι αποκλειστικό «προνόμιο» των κολοσσών του Διαδικτύου. Χρησιμοποιείται ευρύτατα και από παραδοσιακά ΜΜΕ, ως τρόπος αναπλήρωσης εσόδων που χάθηκαν με την κατακόρυφη άνοδο των Google και Facebook, κυρίως. Πόσο βιώσιμο, όμως, είναι αυτό; Και σίγουρα δεν αποτελεί την «εύκολη» λύση; Τη στιγμή που η εμπιστοσύνη του κοινού στους τεχνολογικούς «κολοσσούς» κατρακυλάει (σύμφωνα με το Trust Barometer της Edelman), υπάρχουν παραδείγματα σε όλο τον κόσμο (και στην Ελλάδα) οργανισμών ΜΜΕ που είδαν τα έσοδά τους να αυξάνονται όταν επένδυσαν σε διαφημίσεις με βάση το περιεχόμενό τους και σταμάτησαν το tracking των χρηστών τους. Οπως μάλιστα είπε στο «Politico» ο Ιρλανδός Τζόνι Ράιαν, ανώτερο στέλεχος του Ιρλανδικού Συμβουλίου Πολιτικών Ελευθεριών: «Το σύστημα είναι γεμάτο απάτη. Κάθε λογικό άτομο στον χώρο θα παραδεχτεί ότι υπάρχει μεγάλος σκεπτικισμός σχετικά με την ψηφιακή διαφήμιση».
Σε κάθε περίπτωση, οι αλλαγές στη διαχείριση και την αξιοποίηση-εκμετάλλευση των προσωπικών μας δεδομένων στο Διαδίκτυο φαίνεται ότι είναι θέμα χρόνου. Έως τότε, μπορούμε να δώσουμε λίγο από τον δικό μας για να κάνουμε κλικ στο «Περισσότερες Επιλογές», και να διαβάσουμε ό,τι περιέχεται σε εκείνο το «παράθυρο» που πετάχτηκε όταν μπήκαμε στο αγαπημένο μας e-shop και μας καλεί να αποδεχθούμε τα cookies. Γιατί καλή η «συναίνεση», καλύτερη όμως η επιλογή, έπειτα από ενημέρωση και γνώση.