Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη αλλάξει πολλά στη Δύση. Η Γερμανία εγκαταλείπει την Ostpolitik και εξοπλίζεται, η Ελβετία δεν είναι πια ουδέτερη, ο Γάλλος πρόεδρος επιχειρεί να εμφανιστεί ως ο ηγέτης του δυτικού κόσμου και οι ΗΠΑ αναδεικνύονται ξανά ως η μόνη δύναμη που μπορεί να εγγυηθεί την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Η μεγαλύτερη αλλαγή, όμως, δεν είναι ούτε διπλωματική, ούτε στρατιωτική, ούτε γεωπολιτική. Είναι βαθιά πολιτική και σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο απευθύνονται πλέον οι πολιτικές ηγεσίες προς τους πολίτες.
Είναι κανόνας τις τελευταίες δεκαετίες στο δυτικό κόσμο οι πολιτικοί να υπόσχονται ανάπτυξη και ευημερία. Ακόμη και σε περιόδους οικονομικών κρίσεων το αφήγημα δεν αλλάζει και οι ψηφοφόροι είναι εκπαιδευμένοι να ψηφίζουν είτε για να διατηρήσουν το επίπεδο ζωής που έχουν κατακτήσει, είτε για να το βελτιώσουν. Το να ψηφίζουν με στόχο τις μικρότερες δυνατές απώλειες είναι εντελώς ασυνήθιστο. Σήμερα, ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία και οι προβλέψεις για όσα πρόκειται να συμβούν στη συνέχεια αλλάζουν δραματικά τα πράγματα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ακόμη και με το πιο αισιόδοξο σενάριο, βάσει του οποίου ο πόλεμος τελειώνει σε λίγες εβδομάδες, οι συνέπειες θα είναι δραματικές για όλη την Ευρώπη στον τομέα της ενέργειας, στον πληθωρισμό και στο μεταναστευτικό. Ήδη οι πρώτες δηλώσεις επιβεβαιώνουν την αγωνία και την ανασφάλεια όλων. Ο Μακρόν προειδοποιεί ότι δεν έχουμε δει ακόμη τα χειρότερα, η βρετανική κυβέρνηση προβλέπει ότι ο πόλεμος μπορεί να κρατήσει ακόμη και μέχρι το 2023 και η Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν καλεί τους Ευρωπαίους ηγέτες να προετοιμάσουν τους λαούς για τις δύσκολες μέρες που έρχονται.
Η πολιτική τάξη, εκ των πραγμάτων, είναι υποχρεωμένη να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Η «υποχρέωση» που αισθάνονται οι περισσότεροι πολιτικοί να είναι διαρκώς ευχάριστοι μοιάζει ξεπερασμένη από τις εξελίξεις. Ενδεικτικό ότι ο Μακρόν, που έχει προεδρικές εκλογές τον Απρίλιο, είναι ο πρώτος που απευθύνεται στους Γάλλους με τους όρους της νέας εποχής, χωρίς διόλου να προσπαθεί να ωραιοποιήσει την πραγματικότητα. Κι αυτό αντί να μειώνει, αυξάνει τη δημοτικότητά του. Ενώ μπήκε στην προεδρική κούρσα με ποσοστό πρόθεσης ψήφου 25% για τον πρώτο γύρο των εκλογών, το τελευταίο γκάλοπ της Ipsos – Sopra – Steria τον φέρνει πρώτο με 30,5% και του δίνει προβάδισμα 59% – 41% έναντι της Λεπέν και 62% – 38% έναντι του Ζεμούρ για το δεύτερο γύρο. Τα θέματα που απασχολούν τους γάλλους ψηφοφόρους και θα κρίνουν την ψήφο τους είναι η αγοραστική δύναμη (52%), ο πόλεμος στην Ουκρανία (33%), το περιβάλλον (28%) και το Σύστημα Υγείας (26%). Το 90% των ερωτηθέντων θεωρούν πολύ / αρκετά πιθανό να επηρεαστεί η ζωή τους από τον πόλεμο ενώ το 76% πιστεύουν ότι είναι πιθανή μια πυρηνική σύγκρουση!
Σε μια κοινή γνώμη όπως αυτή των χωρών της Δύσης, εκπαιδευμένη στη μόνιμη – και συχνά αναίτια – αισιοδοξία, το νέο σκηνικό απαιτεί μεγάλη προσαρμοστικότητα από τις πολιτικές δυνάμεις. Στη χώρα μας, όπου μετά από τρία Μνημόνια και δυο χρόνια πανδημίας υπήρχε διάχυτη η ανάγκη να επιστρέψουμε στην κανονικότητα και στην αισιοδοξία, η προσαρμογή στις νέες δυσκολίες είναι μια ιδιαίτερα απαιτητική άσκηση. Χώρος για λαϊκισμό υπάρχει πάντα – πολύς! – αλλά όπως αποδείχτηκε και στο πρόσφατο παρελθόν η υπέρβαση της κρίσης και η κίνηση προς τα εμπρός έγινε μόνο από εκείνους που μίλησαν με ειλικρίνεια και ανέλαβαν το πολιτικό κόστος. Το ίδιο, αναπόφευκτα, θα συμβεί και σε αυτή την κρίση, που βρίσκεται ακόμη στο ξεκίνημά της. Τα πράγματα θα είναι δύσκολα για τις ηγεσίες και ακόμη πιο δύσκολα για τους πολίτες. Όσο πιο γρήγορα το αντιληφθούμε, πολίτες και πολιτική τάξη, τόσο λιγότερες θα είναι οι απώλειες.