Οι διακοπές έχουν συνήθως το χαρακτηριστικό ότι μας βγάζουν, όχι μόνον από την καθημερινότητά μας, αλλά και από τις κοινωνικές μας φούσκες. Μας φέρνουν σε επαφή με ανθρώπους που δεν θα βλέπαμε πηγαίνοντας στο γραφείο. Μας απομακρύνουν από τη ζώνη άνεσης μέσα στην οποία κινούμαστε, πιο σίγουροι για την αντίληψη του κόσμου που έχουμε στο μυαλό μας.
Περνώντας από το χωριό, στη διαδρομή των φετινών διακοπών, ήρθα αντιμέτωπος με τη γνώριμη ερώτηση: «Λοιπόν, τι νέα μας φέρνεις από την Αθήνα;». Μόνο που αυτή τη φορά, πριν πάρω ανάσα για να απαντήσω την ασαφή γενικότητα που απαντώ συνήθως, αφού η ερώτηση είναι σχεδόν ρητορική, δέχθηκα αμέσως μια δεύτερη πιο δύσκολη ερώτηση: «Πες μας τώρα, πραγματικά υπάρχει κορονοϊός;». Ηταν μια ερώτηση με συνωμοτικό ύφος, πιο χαμηλόφωνη, σαν να ήταν επικίνδυνο να μας ακούσουν τα αμπέλια. Ζητώντας από εμένα να πω μιαν άρρητη αλήθεια. Να αποκαλύψω ένα κρατικό μυστικό που δεν θα πουν ποτέ οι τηλεοράσεις. Να επιβεβαιώσω την ήδη εμπεδωμένη αντίληψη ότι όλο αυτό δεν μπορεί να είναι πραγματικό. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ σκέφτομαι ορισμένες φορές ότι αυτή η κατάσταση μοιάζει περισσότερο με σενάριο, παρά με αδιαμφισβήτητο γεγονός.
Παρά ταύτα, επειδή η περιοχή είναι σεισμογενής, πραγματικά αισθάνθηκα ότι έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Τι να απαντήσω σ’ έναν άνθρωπο που δεν πιστεύει στην ύπαρξη του κορονοϊού; Τι συζήτηση θα μπορούσα να κάνω όταν η αρχική σκέψη μου ήταν να αρχίσω να ταρακουνάω τον συνομιλητή μου από τους ώμους μήπως και συνέλθει ή να ωρύομαι μέσα στα χωράφια;
Δεν είχα απέναντί μου κάποιον «τρελαμένο», ακραίο, αλλά έναν συνήθως μετριοπαθή άνθρωπο, ανοικτό στη διαφορετική άποψη, αφού, αν και σταθερά διαφωνούμε ιδεολογικά, αυτό δεν μας εμποδίζει να συζητούμε χαλαρά κι ευχάριστα.
Επιστράτευσα κάθε ίχνος αυτοκυριαρχίας που είχα και μπήκα ήρεμα σ’ έναν διάλογο που δεν αμφισβητούσε τις προθέσεις, τις γνώσεις ή την αντίληψη του συνομιλητή μου, απλώς έθετε ερωτήματα για την παγιωμένη αντίληψή του: ένα ακατάληπτο μείγμα από διάφορες θεωρίες συνωμοσίας που πλέκονταν πολύ ασαφώς, αλλά αντίστοιχα βολικά η μία με την άλλη.
Ακουγα με προσοχή πόσο καθησυχαστικοί ήταν κατά βάθος οι ισχυρισμοί του. Πόσο τον βοηθούσαν να απλώνει αμέριμνος τη σταφίδα για να στεγνώσει, χωρίς να αγωνιά για τον δείκτη μεταδοτικότητας. Οφείλω δε να τονίσω ότι δεν έχει σχέση η διαμονή στο χωριό με την ανάπτυξη των θεωριών συνωμοσίας, αφού και το άστυ βρίθει τέτοιων απόψεων. Αλλά ας είναι καλά τα social media, αυτές οι απόψεις δεν γνωρίζουν πλέον γεωγραφικούς περιορισμούς και κοινωνικά όρια.
Επέμεινα στη συζήτηση επιχειρώντας να καταρρίψω κάποιους μύθους, αναζητώντας από το κινητό μου ακριβείς δηλώσεις και στοιχεία, σε σχέση με όσα λανθασμένα και μπλεγμένα ακούγονταν από εκείνον.
Φυσικά, δεν έπεισα τον συνομιλητή μου. Νομίζω ή, για την ακρίβεια, ελπίζω ότι έριξα έναν σπόρο αμφιβολίας στο πυκνό πλέγμα άγνοιας, τυφλής αντίδρασης, φόβου, άρνησης και εύκολων προσεγγίσεων για ένα σύνθετο ζήτημα. Εξάλλου στόχος μου δεν ήταν εξαρχής να τον πείσω, αλλά κάτι λιγότερο φιλόδοξο πλην όμως πιο ρεαλιστικό, όπως να αμβλύνω την άποψή του.
Παλαιότερη έρευνα της MRB για τη διαΝΕΟσις υποστήριζε ότι το 28,7% των Ελλήνων πιστεύει ότι μας ψεκάζουν, κάτι που τελικά ίσως συμβαίνει, αν κρίνω από το ύψος αυτού του ποσοστού. Αν όμως κάποτε οι «ψεκασμένοι» ήταν αστείο στις παρέες, οι σημερινοί αρνητές του κορονοϊού δεν είναι καθόλου της πλάκας. Είναι άκρως επικίνδυνοι. Μπορούν να στοιχίσουν ανθρώπινες ζωές.
Ερευνα της Pulse για την Καθημερινή κατέγραφε τον Ιούνιο ότι 5 στους 10 βλέπουν ανθρώπινο χέρι στη δημιουργία του κορονοϊού. Μάλιστα, το 33% εκτιμά ότι εξυπηρετεί την επιβολή μαζικού αναγκαστικού εμβολιασμού.
Θα έχει ενδιαφέρον το επόμενο διάστημα να δούμε περισσότερα στοιχεία για το θέμα. Καταλαβαίνω πάντως ότι τα ποσοστά άρνησης του κορονοϊού είναι σημαντικά σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και για διαφορετικούς λόγους στην κάθε περίπτωση.
Νομίζω ότι είναι πλέον σαφές ότι πρόκειται για ένα κοινωνικό φαινόμενο που δεν πρέπει να αγνοηθεί ή απλώς να επικριθεί, αλλά να αναλυθεί σε βάθος, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπιστεί, πριν μετεξελιχθεί σε κάτι χειρότερο.
Μπορώ να εικάσω ότι θα μπορούσε να πρόκειται για ένα είδος συνέχειας της δημαγωγίας και του λαϊκισμού που πέρασε από το πεδίο της οικονομίας, σε αυτό της δημόσιας υγείας. Χρειάζεται μελέτη.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, ως κοινωνία δεν μπορούμε ούτε να αγνοήσουμε το θέμα. Το 1/3 της κοινωνίας δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «περιθώριο». Ούτε αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να οδηγηθούν σε ακόμα πιο ακραίες θέσεις ή αντιδράσεις. Διότι ας μη γελιόμαστε: οι σημερινές θεωρίες, αύριο κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε πράξεις ή επικίνδυνες πολιτικές επιλογές. Δεν χρειάζεται καν να φανταστώ ποια κόμματα θα δώσουν τη μάχη του παραλόγου για να εξασφαλίσουν περισσότερες έδρες στην επόμενη Βουλή η οποία μάλιστα θα προκύψει και με απλή αναλογική, για να μην ξεχνιόμαστε.
Συνεπώς, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε με έναν αποτελεσματικό τρόπο αυτές τις αδιανόητες και απαράδεκτες απόψεις, όχι με οργή, απαξίωση, ή αφορισμούς.
Προφανώς, δεν αναφέρομαι σε οποιαδήποτε έκπτωση ως προς την τήρηση των μέτρων. Αναφέρομαι στην προσπάθεια προσέγγισης, ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης που θα πρέπει να κάνουμε ως κοινωνία, στην ανάγκη συντονισμένης προσπάθειας να παρέμβουμε, ώστε να μην αφήσουμε να δημιουργηθεί μια μεγάλη ομάδα έξαλλων συμπολιτών μας που μπορεί να μας σπρώξει συνολικά σε μονοπάτια που σήμερα δεν φανταζόμαστε.
Κατανοώ την αγανάκτηση απέναντι σε όσους βολεύονται αυτάρεσκα να υποστηρίζουν ότι ο κίνδυνος δεν υπάρχει. Ομως δεν είναι η ώρα για νέους διχασμούς μεταξύ επάνω και κάτω πλατείας, μνημονιακών και αντιμνημιακών κ.ο.κ. Εχουμε μπροστά μας μια απειλή που δεν κάνει διαχωρισμούς. Το δε πρόβλημα θα το βρούμε μπροστά μας ακόμα πιο έντονο όταν βγει το εμβόλιο, οπότε οι αντιεμβολιαστικές απόψεις θα προβάλλονται ως επαναστατικές απέναντι στο σύστημα, το κατεστημένο, την παγκόσμια τάξη κ.λπ.
Σε αυτό το πλαίσιο, ορθώς η κυβέρνηση επιστράτευσε τον Τσιτσιπά στο τελευταίο διαφημιστικό. Νομίζω ότι θα ήταν χρήσιμες και ακόμα πιο «out of the box» προσεγγίσεις, που φαντάζομαι ότι θα έρθουν μετά τις διακοπές. Επιπρόσθετα και ιδιωτικοί φορείς που τρέχουν μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία ενός πιο θετικού κλίματος. Στόχος αυτή τη στιγμή είναι η τήρηση των μέτρων, ακόμα και αν δεν είναι όλοι πλήρως πεπεισμένοι. Χρειάζεται όμως να υπάρχει μια βασική κατανόηση της σοβαρότητας της κατάστασης για να φέρουν αποτελέσματα τα μέτρα και να τεθεί υπό έλεγχο το πρόβλημα.