Μέχρι που έφτασε Μεγάλη Πέμπτη. Πώς να με χωράει Αθήνας τόπος; Νοστάλγησα το νησί. Το νοστάλγησα πολύ! Να ανοίξει η μπουκαπόρτα του πλοίου, να εισπνεύσω το «Αχ!» μιας άλλης ανάσας. Να κάνω, ό,τι κάθε Μεγάλη Πέμπτη. Για εκείνη τη στιγμή στη Μεγαλομάτα στο Κτικάδος.
Ηθελα να ζει και ο παππάς Αντώνης. Οπωσδήποτε να ζει.
Ηθελα να λυσσομανάει ο αέρας και ν΄ανοίξω την πόρτα του αυτοκινήτου μου, με δεξιοτεχνία σερφίστα. Να κοντράρω γενναία με τα χέρια, γιατί αν την αφήσω, αλίμονο!
Να κατηφορίσω σκαλιά. Να περπατάω ασβεστωμένη πέτρα-την ασβεστωμένη πέτρα. Να λαμποκοπάει άσπρο και μια παπαρούνα να σκάσει από μέσα. Να δω χαμηλές πόρτες και να απορώ πόσο χαμηλοί ήταν οι άνθρωποι κάποτε και πώς διάολο σήκωσε τόσο ανάστημα και αλαζονεία η ανθρωπότητα στα χρόνια! Να κοντοσταθώ στο μπακάλικο-ταβέρνα «Αγνάντι», εκεί που ανοίγει με μιας η θέα. «Σαν αφίσα του ΕΟΤ» θα ψιθυρίσω. Πάντα το ίδιο, λέω.
Αλίμονο σε όποιον συνηθίζει την ομορφιά και δεν τη βλέπει! Δεν έχω μεγαλύτερη αμαρτία! Μετά θα κατέβω σκαλιά και θ’ ανέβω άλλα και από τα παράθυρα της «Δροσιάς» θα δω έρημες καρέκλες και τραπέζια και θα σκεφτώ πόσα γέλια και φαγοπότια έχουμε χαρεί στου αγέλαστου Βασίλη. Θα περπατήσω λίγα ακόμα μέτρα και μετά τη στροφή θα απαντηθώ με την ψαλμωδία του παππά Αντώνη από το μεγάφωνο της εκκλησίας. Σε εκείνο το σημείο θα σταθώ και κόμπος κόμπος θα ανέβει ένα «ήρθαμε και πάλι!».
Γιατί ξέρεις πια, μεγάλο κορίτσι είσαι!… Από άφιξη σε άφιξη, πόσα πράγματα έτυχαν στη ζωή σου και με πόσα πάλεψες… Πόσο απέραντος και πόσο ελάχιστος ήταν ο χρόνος. Θα ανοίξω το πορτάκι του περίβολου και θα πνιγώ στη θέα. Ούτε ετούτη τη θέα, ποτέ μου δεν τη συνήθισα. Θα κατασκοπεύσω από το παράθυρο σε ποιο σημείο της λειτουργίας έφτασα και θαανοίξω διστακτικά την τριζάτη πόρτα που θα αναγγείλει την άφιξή μας και μάτια θα γυρίσουν. Πόσα νομίζεις μάτια; Οι ίδιοι και οι ίδιοι. Αντε δέκα, δεκαπέντε νοματαίοι. Με χαμηλωμένο το κεφάλι θα μας κάνουν νεύμα «ήρθατε;» ενώ μας βλέπουν.
Θυμάμαι πάντα… Πάντα θα θυμάμαι μια ιδιαίτερη για μένα στιγμή. Την πρώτη πρώτη φορά που είχαμε βρεθεί εκ τύχης, στο Κτικάδος, Μεγάλη Πέμπτη ήταν. «Καινούργιοι» στο νησί. Ως «Αθηναίοι» είχαμε εισέλθει. Να ανάψουμε βιαστικά ένα κεράκι. Λίγο να ακούσουμε λειτουργία… «Πάσχα είναι!»… Λίγο να χαζέψουμε μια πανέμορφη εκκλησία, όπως μας είχαν πει. Ολα από ολίγον. Αλλά κάτι με καθήλωσε. Μια ατμόσφαιρα ενός «κάποτε» που ανάβλυσε σαν ιδρώτας στη ζεστή μνήμη ενός καταχωνιασμένου παρελθόντος… Ολα τα ήξερα! Από μέσα μου τα ήξερα. Από κάπου ξεπρόβαλε η γιαγιά μου…Από κάπου ο παππούς μου…Το λιβάνι που με ζάλιζε μαζί με την ορθοστασία «Γιαγιά πότε τελειώνει;»… Εκείνες «Οι γυναίκες του Πάσχα» (που τις έχω κάνει και κείμενο) που υπερτόνιζαν αφοσίωση «σήμερα ούτε λάδι!» και έτριβαν με μανία καντήλια και μπανιαριζόντουσαν και λουζόντουσαν σαν για να συναντήσουν έρωτα… Τα λυσσασμένα ανικανοποίητα που στη θρησκεία παραδίδονταν για να κατευναστούν… Εκείνες οι μέρες που φτάναμε στα χώματα των γονιών μου… Η Ρέα που όλα τα ρούφαγε και για τα καινούργια παπούτσια της Λαμπρής καμάρωνε. Κι ενώ με βούρλιζαν μνήμες και ήμουν αλλά και συγχρόνως «δεν ήμουν» στο εκκλησίασμα στο Κτικάδος…
Θυμάμαι, πάντα θα θυμάμαι, ότι ξαφνικά έσβησαν τα φώτα και με ξάφνιασε το σκοτάδι. Μεγάλη Πέμπτη. Σταύρωση. Μόνο τα κεριά. Και η φωνή του παππά Αντώνη ακούστηκε καθηλωτικά πιο δυνατή. Και οι γυναίκες γύρω μου, με μιας έπεσαν στα γόνατα. Όλες. Και ένοιωσα αμήχανα, φρικτά αμήχανα ως η μόνη όρθια. Τι κάνω, εγώ; Ενα «τι;», ένα «πώς;», σε εκκρεμότητα διαρκείας και αμηχανίας. Δεν με είχα για να γονατίζω. Ποτέ δεν με είχα να γονατίζω. Στο σκοτάδι κοίταξα δεξιά αριστερά. Πιο αμήχανη ντροπή δεν είχα, σε μια ατμόσφαιρα που έσπρωχνε «χαμήλωσε!» και ενώ ο παππάς Αντώνης προχωρούσε με τον σταυρό. Οι γυναίκες κατάχαμα γονατισμένες έστρεφαν το σώμα τους προς εκείνον, μια μαύρη μπάλα που δεν ξεχώριζε άνθρωπος, ούτε κεφάλι.
Σαν μυρμήγκια έμοιαζαν μέσα στο σκοτάδι. Και έβλεπες να αναδεύονται οι πλάτες τους, με τόσο δα παλμό ακραίας εσωτερικότητας και λίγο κλάμα. Κι άκουγες μύτες να ρουφάνε δάκρυα. Ολα με έσπρωχναν «πέσε», πρωτόγνωρα, αδιανόητα «πέσε». Με τη σιγουριά ότι κανένας δεν με κοίταζε αλλά και με ψιλοντροπή που με περιγελούσε και λίγο… Ούτε ο εαυτός μου να μη με δει να πέφτω!… Ούτε ο εαυτός μου!… Αφέθηκα. Χαμήλωσα, χαμήλωσα, χαμήλωσα. Στο τέλος… Ο,τι και οι άλλες γυναίκες. Κάτω. Τα φώτα μας βρήκαν όρθιες. Αλλά πάντα θα θυμάμαι εκείνη τη στιγμή. Λες και καταδέχτηκα μια αντίστροφη μεγάλη νίκη. Οι άνθρωποι… Μπορεί και να πέφτουν. Μπορεί…. Μέχρι και μυρμήγκι. Τι οδυνηρή η παραπλάνηση, τι καταναγκασμός να δείχνουμε πάντα και μόνο ολόρθοι!
ΥΓ Οι άνθρωποι; Τώρα που το σκέφτομαι, μόνο οι γυναίκες. Τι άδικο κρίμα για τους άνδρες! Ούτε να γονατίσουν;