Η πολιτική πορεία της Ανγκελα Μέρκελ ήταν πολυκύμαντη, πολλές φορές ταραχώδης. Αλλες φορές, βεβαίως, η ίδια έμοιαζε ως μια σταθερά σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες. Κι όμως, τόσο η έλευσή της στην εξουσία το 2005 όσο και η αποχώρηση της 16 χρόνια μετά, γίνονται με τρόπο ήσυχο και καθόλου εντυπωσιακό. Αυτό ήταν πάντα και το διακριτικό της στοιχείο στον τρόπο άσκησης της εξουσίας, άλλες φορές με θετικά, άλλες με αρνητικά αποτελέσματα.
Μετά από χρόνια «στον αυτόματο», όμως, το πραγματικό στοίχημα για τη Γερμανία είναι να αποκτήσει έναν καγκελάριο πλήρους ισχύος. Διότι, για να είμαστε ειλικρινείς, από το 2017 και την τελευταία της νίκη, ήταν σαφές ότι η Μέρκελ διήνυε την τελευταία της τετραετία και κυβερνούσε, λίγο έως πολύ, στον αυτόματο. Ήδη πριν το 2017 υπήρχαν σκέψεις αποχώρησης. Η ίδια το στάθμισε, ο παράγων «Εναλλακτική για τη Γερμανία», όμως, τότε και ο κίνδυνος γιγάντωσης της Ακροδεξιάς δεν της επέτρεψαν να αποχωρήσει. Ήταν, δε, και η αναμέτρηση με την Ιστορία, καθώς αποχωρεί ως η μακροβιότερη καγκελάριος, μαζί με τον πολιτικό της μέντορα Χέλμουτ Κολ.
Η Γερμανία δεν χρειάζεται υποχρεωτικά αλλαγή κατεύθυνσης, αλλά αλλαγή ρυθμού. Άλλωστε, από το 2013 κυβερνάται με έναν κεντρώο συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, χωρίς μεγάλες εξάρσεις. Ακόμα και στο μεταναστευτικό που δίχασε όσο σχεδόν κανένα άλλα θέμα τη γερμανική κοινή γνώμη, οι κεντρικές πολιτικές κατευθύνσεις της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς δεν απέκλιναν ιδιαίτερα. Όμως, ειδικά τα τελευταία χρόνια, από τη στιγμή που αποσύρθηκε και από την προεδρία του κόμματός της, ήταν σαφές ότι η Μέρκελ προετοίμαζε την έξοδο της. Και, αν δεν είχε προκύψει ενδιαμέσως η πανδημία, ο δρόμος προς την έξοδο θα ήταν…ευθεία.
Όσο δύσκολο, όμως, και αν είναι να φανταστούμε τη Γερμανία χωρίς τη Μέρκελ, η φύση απεχθάνεται τα κενά. Το βράδυ της Κυριακής θα ξέρουμε, τουλάχιστον, ποιος θα είναι ο καγκελάριος. Αν κερδίσει ο Ολαφ Σολτς, αυτός ο Σοσιαλδημοκράτης εκ… δεξιών, θα γίνει αυτός καγκελάριος. Με ποιους όρους και ποιο σχήμα, μένει να φανεί. Αν κερδίσει ο Αρμιν Λάσετ, ο μάλλον άχρωμος διάδοχος της Μέρκελ, του οποίου το αγαπημένο εστιατόριο είναι η «Ταβέρνα Λάκης» στο Άαχεν, τότε τα πράγματα θα γίνουν ενδιαφέροντα, γιατί τα υπόλοιπα κόμματα είναι μάλλον απρόθυμα να συνεργαστούν για άλλη μια τετραετία με έναν Χριστιανοδημοκράτη στην καγκελαρία.
Οποιος και να διαδεχθεί τη Μέρκελ, το σίγουρο είναι ότι πρέπει να ανεβάσει βηματισμό. Αυτή η χαρακτηριστική αργοπορία της καγκελαρίου, άλλωστε, και η προσεκτική, έως και εξονυχιστική, στάθμιση όλων των δεδομένων, οδήγησε τους Γερμανούς να βγάλουν ακόμα και ρήμα από το όνομά της, για να καταδείξουν τη χρονοτριβή: Merkeln. Είτε θα είναι ο Σολτς, είτε ο Λάσετ, είναι σαφές ότι η Γερμανία χρειάζεται να κάνει μεγάλα βήματα σε μια σειρά τομέων, όπως το περιβάλλον, η ψηφιοποίηση, το ασφαλιστικό, οι πολιτικές ασφάλειας, αλλά και ως προς τη θέση της χώρας στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Θα μπορέσει ένας εκ των δύο βασικών διεκδικητών να το πετύχει, όντας καγκελάριος με 25% ή και κάτι περισσότερο; Τα προφίλ αμφότερων, τόσο του πιο σταθερού και ήπια δυναμικού Σόλτς, όσο και του προσηνή, αλλά γκαφατζή, Λάσετ δεν θα πρέπει να μας προετοιμάζουν για κάποια μεγάλη έκπληξη, αν και, βεβαίως, πολλά εξαρτώνται από το είδος του συνασπισμού και τον συσχετισμό δυνάμεων.
Και εδώ ξεκινά το πρόβλημα: όσο η Γερμανία παραμένει εγκλωβισμένη στη μετά-μερκελική της εσωστρέφεια, η Ευρώπη παραμένει καθηλωμένη στη μερκελική αδράνεια, καθώς είναι πλέον προφανές ότι ένας Μακρόν δεν φτάνει για να αλλάξουν οι ισορροπίες, κυρίως στο πώς μας βλέπουν εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων.