Τηλεόραση στις γιορτές, να δει κανείς ή να μη δει; Ιδού η απορία. Που λέει ο λόγος δηλαδή, θεωρητικό το ερώτημα. Καλύτερα χάζεψε το κινητό σου, οι πιθανότητες να δεις κάτι ενδιαφέρον στην τηλεόραση είναι ελάχιστες, έως και μηδαμινές. Εκτός αν θέλεις να δεις για χιλιοστή φορά το «Μόνος στο Σπίτι», ή κάποια άλλη ταινία που τα κανάλια βγάζουν τις γιορτινές μέρες, σε μια συνήθεια που επαναλαμβάνεται χρόνια.
Εκτός απ’ τις χιλιοπαιγμένες ταινίες, θα δεις φυσικά και τις κλασικές εκπομπές, μεταλλαγμένες σε εορταστικά μουσικές σκηνές. Πανομοιότυπα στημένες όλες, κάνουν το εορταστικό πρόγραμμα των καναλιών να μοιάζει με μια ατελείωτη τηλεοπτική πίστα, μίζερα φτιαγμένη καθώς διανύουμε και δύσκολες εποχές, στην οποία εναλλάσσονται οι ίδιοι και οι ίδιοι, λένε αυτά που έχουν ξαναπεί σε συνεντεύξεις όλο των υπόλοιπο χρόνο, και τραγουδούν τραγούδια που έχεις ακούσει χιλιάδες φορές και τα βαριέσαι ήδη απ’ την πρώτη νότα.
Πάντα οι εορταστικές εκπομπές της ιδιωτικής τηλεόρασης ήταν πίστες, πάντα στήνονταν πάνω σε τραγούδι και διάσημους καλεσμένους. Αλλά είχαν απέναντί τους κι έναν τηλεθεατή παρθένο, που τα έβλεπε αυτά πρώτη φορά σε οθόνη, δεν είχε πολλές επιλογές, και ζούσε στο ρυθμό του νεοπλουτισμού και της ελαφράδας του lifestyle. Τα εορταστικά σόου της Ρούλας Κορομηλά, εμβληματικά της δεκαετίας του ενενήντα. Είχαν μια κιτς υπερβολή, αλλά ήταν χίλιες φορές καλύτερα απ’ τα τωρινά, μίζερα, εορταστικά προγράμματα. Τα χάζευες με ευχαρίστηση, και ήταν η απαραίτητη συνοδεία των εορταστικών τραπεζιών της ελληνικής οικογένειας για πολλά χρόνια.
Το γιορτινό πρόγραμμα των καναλιών περνούσε και στα σίριαλ. Τα περισσότερα έκαναν χριστουγεννιάτικα επεισόδια, έκτακτα και μεγαλύτερης συνήθως διάρκειας, με γκεστ, πρόζα και τραγούδι. «Απαράδεκτοι», Δεκέμβριος 1991. Ο Σπύρος γκρινιάζει για τα λεφτά που δίνει στα κάλαντα, ο Μπέζος τσιγκουνεύεται τα λεφτά για δώρα ενώ ο Βλάσσης τα σκορπάει αβέρτα, και όλοι μαζί περνούν ένα αποτυχημένο ρεβεγιόν με ετοιματζίδικο φαγητό. Κοντεύουν τριάντα χρόνια από τότε, αλλά πόσο σύγχρονο και αληθινό ακούγεται, ταυτίζεσαι ακόμα.
Σας έχω κι άλλα. «Τρεις Χάριτες», χριστουγεννιάτικο επεισόδιο, 1990. Κάθονται οι τρεις αδελφές και παρατηρούν το δέντρο που στόλισαν, το οποίο έχει γείρει: «Καλά μωρέ, όταν το πήρες δεν το είδες που ήταν στραβό;» «Όταν το είδα στο Πεδίον του Άρεως καθόταν ίσιο».
«Της Ελλάδος τα παιδιά», 1993, Χριστούγεννα στην Αεροπορία. Ένα επεισόδιο-γίγας με στοιχεία επιθεώρησης και πολλούς καλεσμένους, που σου κρατούσε συντροφιά ολόκληρο απόγευμα. Και βέβαια, «Οι Μεν και οι Δεν». Ο Χάρης Ρώμας διαβάζει τη λίστα με τα γκουρμέ πανάκριβα ψώνια της γυναίκας του. Μέσα δεκαετίας ενενήντα το επεισόδιο, εκεί που η δηθενιά του νεοπλουτισμού χτυπούσε κόκκινο και τα ντελικατέσεν είχαν θησαυρίσει.
Με δυο λόγια, συντονιζόταν όλο το τηλεοπτικό πρόγραμμα με το πνεύμα των γιορτών, και σου παρείχε προτάσεις που ταυτίζονταν με το πνεύμα της εποχής και της κοινωνίας. Να μου πεις, τότε υπήρχαν λεφτά. Σύμφωνοι, αλλά νομίζω ότι υπήρχε και όρεξη, η οποία τώρα λείπει. Υπήρχε και μια διάθεση για πειραματισμούς, που τώρα τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το ποδάρι. Παίρνουν μια συνταγή και την αντιγράφουν ο ένας μετά τον άλλο, και μας μπουκώνουν μ’ αυτή μέχρι να την ξεράσουμε. Και όλοι, μα όλοι, θέλουν να μας μεταδώσουν μια λάμψη και μια ατμόσφαιρα τρελού κεφιού, που φαίνονται πια εντελώς εκτός πνεύματος της εποχής.
Δεν εννοώ μ’ όλα τα παραπάνω ότι η τηλεόραση θα έπρεπε να επιστρέψει στις συνταγές του παρελθόντος. Ας μείνουν καλύτερα πίσω μας, να τις θυμόμαστε με νοσταλγία. Αλλά μπορεί να εκσυγχρονίσει τις γιορτινές επιλογές της και να δώσει στον τηλεθεατή πιο ελκυστικές προτάσεις, που θα τον κάνουν να στρέψει την προσοχή του στην οθόνη, και όχι μόνο να την έχει αναμμένη από συνήθεια. Γιατί, στο τέλος, αυτό κάνουμε, πατάμε το κουμπί ίσα-ίσα για να παίζει κάτι.
ΥΓ. Να μην ξεχάσω και την άλλη γιορτινή τηλεοπτική πρόταση, που την έχουμε φάει με το κουτάλι: τη μετάδοση μουσικού προγράμματος από διάφορες πίστες. Δεν το συζητώ, καλύτερα να παρακολουθείς διαφημίσεις τελεμάρκετινγκ.