«Eχω αποσυντονιστεί τελείως. Δεν έπρεπε να είμαι ζωντανή σήμερα. Aλλα μου έλεγαν οι γιατροί. Τώρα πρέπει να ζήσω ζωή που δεν περίμενα». Αυτό η Ρίκα μου το είπε ακριβώς πριν από τρία χρόνια. Eνα καλοκαιρινό μεσημέρι του 2015, λίγο μετά το δημοψήφισμα.
Eμεινα να την κοιτάζω κάπως αμήχανος. Αλλά η Ρίκα ήταν συνηθισμένη σε αυτά τα βλέμματα. Hξερε ότι συχνά βγάζει από το στόμα της λέξεις που έκαναν τον ακροατή να κοντοστέκεται, ειδικά όταν αργούσε να πιάσει το αστείο. Με τον καρκίνο έκανε χιούμορ. Μαύρο. Με τον εαυτό της έκανε επίσης χιούμορ. Αυτοσαρκαστικό. Την έλεγες και πειραχτήρι. Χρησιμοποιούσε το χιούμορ ως αντίδοτο στην οδύνη που προκαλεί η ζωή σε ανθρώπους με τα δικά της μάτια. Γιατί η Ρίκα μέσα της ήξερε ότι η ζωή είναι πόνος. Και όλο της το ταξίδι ήταν μία προσπάθεια να συμβιβαστεί με αυτό. Με το αστείο στο στόμα και τη θλίψη στο βλέμμα.
Η Ρίκα ήταν ένας από τους πιο εύστροφους και πολυτάλαντους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Και αυτό δεν είναι μία υπερβολή προς τιμή της νεκρής. Το έλεγες όταν την έβλεπες για πρώτη φορά. Γεννημένη σταρ. Στα καλά της χρόνια ερχόταν από μακριά και έσερνε αύρα πίσω της. Γυναικάρα. Ομορφη, πληθωρική, λαμπερή. Και όλο αυτό κάτω από ένα υπέροχο μυαλό, σπαρμένο με χιούμορ και ποτισμένο με το ταλέντο του γραφιά. Στη ζωή της, βέβαια, έκανε πολλά πράγματα: από ηθοποιός ως τηλεπαρουσιάστρια. Αν μη τι άλλο, είχε αποφοιτήσει από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Ωστόσο πάνω από όλα ήταν ένας γραφιάς με βαθιά ματιά και κοφτερό λόγο. Γεννημένη για αυτή τη δουλειά, το ήξερε και η ίδια. Μέσα στο κείμενο, μπορούσε να τα χωρέσει όλα: την πρόζα της ηθοποιού, το σκέρτσο της τηλεπαρουσιάστριας, την άποψη της δημοσιογράφου, το χιούμορ της. Εκανε, βέβαια, σπουδαία καριέρα, αλλά κάποια στιγμή τα έστειλε όλα στο διάολο, τα μάζεψε και πήγε στην Αυστραλία, ακολουθώντας τον άνδρα της. Η Ρίκα down under. Σε ένα ήσυχο προάστιο του Περθ. Θα τρελαθούμε, έτσι; Το έβρισκα τόσο αστείο, σχεδόν γελοίο. Ετσι το έβλεπε και η ίδια. Σαν έναν περίεργο κυματισμό της ζωής που στο τέλος πάντα στη Σκιάθο, στο εξοχικό, θα καταλήξει.
Εγραφε για τη Σκιάθο σε ένα από τα τελευταία της κείμενα στο Protagon: «Τα παιδιά, οι μπαμπάδες, οι μαμάδες, ο Τεν-Τέν, η μαμά-μπουρκίνι, ο Εμίρης, ο κακομοίρης, τα μπακούρια, τα ζευγάρια, τα μωρά, επίσης δεν δίνουν δεκάρα, βρεγμένοι από την ίδια θάλασσα, σκεπασμένοι από τα ίδια αστέρια που ανάβουν σιγά σιγά, σαν φωτάκια χριστουγεννιάτικου δέντρου, με το φεγγάρι στα μισά του, κι ο μαλωμένος με τον εαυτό του Θεός, για μια στιγμή, μένει ακίνητος, να σκεφτεί πόσο μαλάκας είναι».
Α, είναι πολλές οι στιγμές που ο Θεός σου επιτρέπει να κάνεις αντίστοιχες σκέψεις για αυτόν. Αυτή είναι μία τέτοια στιγμή, γεμάτη με το αφελές ερώτημα για την απώλεια ανθρώπων που κάνουν τη ζωή μας καλύτερη. Είναι ένα ανόητο ερώτημα, θα σχολίαζε η Ρίκα. Θα ήταν έξαλλη αν διάβαζε αυτό το κομμάτι –τα σιχαινόταν κάτι τέτοια. Το παρήγορο είναι πως έζησε πολλές ζωές μέσα σε μία. Ομως αυτό είναι ένα μέτρημα που πάντα κάνουν οι άλλοι και όχι εσύ ξάγρυπνος, μετρώντας τις ανάσες, τις μέρες και τους χτύπους της μίας και μοναδικής καρδιάς σου.
Πριν από τέσσερα χρόνια είχε γράψει ένα κομμάτι για τον γιο της, που φοβάται το σκοτάδι. Ευχόταν να γίνει ένα τριήμερο blackout: «Ισως, σε μια τέτοια εξαιρετική περίπτωση, ο Οδυσσέας να μάθει να μη φοβάται πια τo σκοτάδι. Ισως, (κάτι ακόμα πιο δύσκολο): να σταματήσω να το φοβάμαι κι εγώ». Πρόλαβες, Ρικάκι;