Το 2010 η Ελλάδα σχεδόν χρεωκόπησε. Οι αγορές σταμάτησαν να μας δανείζουν, αυξάνοντας κατακόρυφα το κόστος. Σήμερα 11 χρόνια μετά, με χρέος σημαντικά μεγαλύτερο από τότε και έλλειμμα πάλι στα ύψη, οι επενδυτές σχεδόν παρακαλούν για να μας δανείσουν περισσότερα με επιτόκια κάτω του 1%.
Στρέβλωση, παραδοξότητα, επενδυτική διαστροφή;
Οχι, κορονοϊός και σίγουρα κέρδη, έστω και μικρά, ελέω Λαγκάρντ!
Πριν από λίγες ημέρες η Ελλάδα βγήκε στις αγορές για 3,5 δισ. ευρώ και οι επενδυτές προσέφεραν πάνω από 30 δισ. με κόστος 0,8% ετησίως! Οποιος ήταν τυχερός πήρε λίγα παραπάνω ελληνικά ομόλογα.
Το ίδιο θα γίνει πιθανότατα και στις επόμενες εκδόσεις χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας που συνολικά θα αντλήσει φέτος τουλάχιστον 12 δισ. ευρώ, τα περισσότερα από αυτά μέχρι τον Ιούνιο. Ηδη άλλωστε, από την αρχή του χρόνου στα κρατικά ταμεία έχουν μπει σχεδόν 5,5 δισ. ευρώ, με την έκδοση του δεκαετούς ομολόγου αλλά και με τα swap που έκανε με τις τράπεζες. Παρά το ότι οι ανάγκες φουσκώνουν, κεφάλαια υπάρχουν στην άκρη για να τα βγάλουμε πέρα (έστω και τσίμα – τσίμα) στο βασικό σενάριο σύμφωνα με το οποίο η υγειονομική κρίση εκτονώνεται μέχρι τον Σεπτέμβριο και ο τουρισμός έχει έστω και το 40% των εσόδων του 2019.
Η ίδια φρενίτιδα εκδηλώνεται και στις εκδόσεις χρέους των άλλων χωρών του ευρώ. Οσο πιο μεγάλη η επέκταση του κορονοϊού, τόσο πιο ισχυρή η στήριξη από την ΕΚΤ, τόσο πιο μεγάλη η ζήτηση από τους επενδυτές και τόσο πιο χαμηλό το κόστος δανεισμού (το επιτόκιο δηλαδή). Και επειδή τα εμβόλια και η ανοσία της κοινότητας μεταφέρονται από την άνοιξη προς το καλοκαίρι, όλες οι χώρες φέρνουν τις εκδόσεις των ομολόγων τους όσο πιο νωρίς στο πρώτο 6μηνο γίνεται, με λήξεις 20ετίας, 30ετίας, 50ετίας και γιατί όχι και 100ετίας.
Ηδη η Γαλλία εξέδωσε 50ετές ομόλογο για να δανειστεί 7 δισ. ευρώ και δέχθηκε προσφορές 75 δισ. (!) περισσότερα δηλαδή από ότι είναι το ΑΕΠ μιας φτωχότερης χώρας όπως η Βουλγαρία, ή σχεδόν όσο το μισό δικό μας ΑΕΠ. Δηλαδή το μισό πλούτο που παράγει η χώρα μας συνολικά σε έναν χρόνο…
Ο πολύ χαμηλός πληθωρισμός και η ανεξάντλητη στήριξη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στις οικονομίες της ευρωζώνης, με αγορές ομολόγων που είναι ακόμα και «junk» όπως τα ελληνικά, ίσως βάζει τα θεμέλια για μιας μορφής μελλοντικού «κουρέματος» χρεών της πανδημίας όλων ενδεχομένως των χωρών της ευρωζώνης και όχι μόνο της δικής μας.
Η ΕΚΤ θεωρητικά μπορεί να αγοράσει όσο κρατικό χρέος επιθυμεί για να στηρίξει τις χώρες της ευρωζώνης και να το κάνει δικό της χρέος (μετακυλίοντας το στο μέλλον, σε συνεργασία με τον ESM) και όλα αυτά περί επέκτασης του ισολογισμού της και προβλημάτων στον καταστατικό της ρόλο είναι… κανόνες που «καταρρίπτονται» εν ριπή οφθαλμού σε μία τέτοιας μορφής κρίση.
Για να το θέσουμε σε όρους ΕΚΤ, «Whatever it takes» που έλεγε και ο Ντράγκι, ο οποίος λογικά θα είναι ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας, σηματοδοτώντας ενδεχομένως την επιστροφή στη λογική για την πολιτική σκηνή της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης.
Σε αυτό το παράδοξο περιβάλλον λοιπόν κινούμαστε κι εμείς. Η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα να δανείζεται με τόσο προνομιακούς όρους και επιτόκια που μπορεί να προσεγγίσουν και το μηδέν μέχρι τον Μάρτιο του 2022. Ηδη η ΕΚΤ έχει αγοράσει σχεδόν 15 δισ. ευρώ ελληνικού χρέους και μπορεί, εάν χρειαστεί, να αγοράσει άλλα τόσα, χωρίς να υπολογίζεται πιθανή χρονική και ποσοτική επέκταση του προγράμματος, εάν επιδεινωθεί η κατάσταση με την πανδημία. Ή, στην περίπτωση που εκτονωθεί η υγειονομική κρίση αλλά η ανάκαμψη αποδειχθεί πολύ πιο δύσκολη υπόθεση.
Βέβαια, η Ελλάδα είναι, όπως πάντα, μια ειδική περίπτωση. Οταν η ευνοϊκή από πλευράς κόστους δανεισμού περίοδος λήξει, γρήγορα ή αργότερα, θα χρειαστεί να καταβάλλει υψηλότερο επιτόκιο το ύψος του οποίου θα είναι συνάρτηση του εάν θα έχει καταφέρει στο μεσοδιάστημα να πετύχει σε τρία κρίσιμα πεδία: μεταρρυθμίσεις, εξυγίανση τραπεζικών ισολογισμών και ταχεία αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης για να επιταχυνθεί η ανάκαμψη.