Στην αμερικανική πολιτική υπάρχει ένας δημοφιλής αφορισμός: αν υπήρχε τηλεόραση, κανείς δεν θα είχε ψηφίσει τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ για πρόεδρο των ΗΠΑ· η εικόνα του καθηλωμένου σε αναπηρική καρέκλα πολιτικού θα αποθάρρυνε τους ψηφοφόρους της δεκαετίας του ’30 που έψαχναν έναν ηγέτη να τους βγάλει από τον ζόφο της Μεγάλης Υφεσης. Η υγεία των πολιτικών υπήρξε επί αιώνες ένα ταμπού, για ευνόητους λόγους. Το ζήτημα όμως είναι ότι για ακόμα περισσότερους λόγους δεν πρέπει να είναι πια ταμπού. Και, ως προς αυτό, η πρόσφατη νοσηλεία της Φώφης Γεννηματά, αλλά κυρίως η ανακοίνωση της Ντόρας Μπακογιάννη για τη διάγνωσή της με πολλαπλό μυέλωμα, έφεραν με δραματικό τρόπο το θέμα στα καθ’ ημάς.
Υπάρχουν δύο αναγνώσεις σε αυτό το ζήτημα. Η μία είναι η θεσμική. Στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα ο πολιτικός πρέπει να είναι διάφανος σαν αξονική τομογραφία. Οι πολίτες δικαιούνται να ξέρουν αν ο άνθρωπος που ζητάει την ψήφο τους για να τους εκπροσωπήσει ή και να ηγηθεί, είναι καλά στην υγεία του ή όχι και να κρίνουν ανάλογα με τις αντιλήψεις τους.
Δεν είναι θέμα αδιακρισίας, είναι θέμα δημοκρατίας. Γι’ αυτό και στον αντίποδα, σε αυταρχικά καθεστώτα όπως αυτό της Τουρκίας, η κατάσταση της υγείας του «πατερούλη του Ισλάμ» Ταγίπ Ερντογάν είναι επτασφράγιστο μυστικό και όποιος τολμά να πει κάτι, τον τρώει το μαύρο σκοτάδι.
Στις δυτικές Δημοκρατίες, όπως συστήνεται και η δική μας, η κατάσταση της υγείας ενός πολιτικού δεν ανήκει στη σφαίρα της ιδιωτικότητας, καθώς επηρεάζει –άλλοτε σοβαρά και άλλοτε λιγότερο, αλλά σίγουρα επηρεάζει– τη δημόσια ζωή. Συνιστά πλέον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και ως τέτοιο «ανήκει» στους πολίτες.
Δύο τυχαία παραδείγματα. Αν ένας πολιτικός αρχηγός βρίσκεται σε φαρμακευτική αγωγή με αντικαταθλιπτικά, πρέπει ή όχι να το ξέρουν οι πολίτες; Αν ένας πολιτικός αρχηγός υποφέρει από μια πάθηση και δεν μπορεί να ταξιδέψει αεροπορικώς, πρέπει ή όχι να το ξέρουν οι πολίτες;
Η περίπτωση της κυρίας Γεννηματά, η οποία αφού μπήκε στο νοσοκομείο χρειάστηκε να εγκαταλείψει την αρχηγία του τρίτου σε δύναμη κοινοβουλευτικού κόμματος, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σοβαρής αναταραχής στην πολιτική σκηνή, για λόγους υγείας του δημοσίου προσώπου.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ανακοίνωση της κυρίας Μπακογιάννη εκπληρώνει κατ’ αρχάς το βασικό χρέος ενός πολιτικού να πει την αλήθεια. Πρώτα στον εαυτό του και έπειτα στους πολίτες.
Και εδώ μπαίνει η δεύτερη ανάγνωση, η ανθρώπινη. Με τη δημόσια ανακοίνωση της ασθένειάς της, η κυρία Μπακογιάννη περνάει με άνεση και γενναιότητα σε προσωπικό επίπεδο το πρώτο εμπόδιο στην αντιμετώπιση του καρκίνου, αυτό της άρνησης. Και έπειτα, βάζοντας τον εαυτό της ανάμεσα στους 500 που διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο με αυτή τη μορφή καρκίνου στη χώρα μας, στέλνει ένα σημαντικό μήνυμα προς κάθε άνθρωπο εκεί έξω: «Δεν είσαι μόνος, θα το παλέψουμε».
Και αυτό ίσως να είναι πιο σημαντικό από κάθε τι άλλο…