Το κουτί, λένε, εντάσσεται στην κατηγορία «γκαζάκια», για αυτό και τα παιδιά δεν έκαναν το τηλεφώνημα. Τα γκαζάκια είναι light πράγματα. Σαν να κολλάς αφίσα.
Υπήρχε, βέβαια, ο κίνδυνος να χτυπήσει κάποιος. Άσχημα. Ανεβαίνει η γιαγιά τα σκαλιά της εκκλησίας, σκάει η μπόμπα δίπλα της, τρομάζει, πέφτει, χτυπάει στο κεφάλι. Δεν θέλει και πολύ. Τη μία στιγμή πήγαινε να ανάψει κερί στον Άγιο Στέφανο, την άλλη τον βλέπει μπροστά της.
Για ποιο λόγο συνέβη αυτό; Ενδεχομένως τους είχαν πει να τοποθετήσουν τη βόμβα στο σπίτι γνωστού Αρεοπαγίτη και εκείνοι επέλεξαν τον πιο διάσημο. Τον Άγιο Διονύσιο. Κανένας δεν ξέρει. Και αυτό κάνει το πρόβλημα πιο δύσκολο. Δεν ξέρεις ποιος θα σου πεταχτεί με το ελατήριο όταν ανοίξεις το κουτί. Καλύτερα, όμως, να είναι πιο προσεκτικοί, όλοι, όταν αναφέρονται σε σχέδιο αποσταθεροποίησης της χώρας. Γιατί τα ίδια έλεγαν και για τη «17 Νοέμβρη» και τελικά το μόνο σχέδιο που υπήρχε ήταν πάνω σε χαρτοπετσέτα του καφέ «Σόνια» στους Αμπελόκηπους.
Το πρόβλημα με την τρομοκρατία δεν είναι πολιτικό. Είναι κατά βάση κοινωνικό, στη μικροκλίμακα του αντιεξουσιαστικού χώρου. Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης θεωρεί ότι το θέμα δεν την αφορά. Φαίνεται και από τον διαχωρισμό των «αθώων θυμάτων» από τα υπόλοιπα. Λες και όλοι οι άλλοι είχαν δώσει το ηθικό δικαίωμα στον Κουφοντίνα να σηκώσει το κουμπούρι. Από τη μία η κοινωνία που αδιαφορεί. Και από την άλλη, μία ολόκληρη κουλτούρα που εδώ και μισό αιώνα, δημιουργεί ζυμώσεις και ερείσματα στρατολόγησης.
Στην Ελλάδα η τρομοκρατία δεν είναι υπόθεση του περιθωρίου. Από αυτά που ξέρουμε μέχρι στιγμής, είναι υπόθεση του γκέτο. Όταν υπάρχει μία ολόκληρη κοινότητα, μέσα στον δικό της θόλο, στο κέντρο της πρωτεύουσας, που υποστηρίζει πολιτικά την τρομοκρατία, τότε ο πιτσιρικάς με το φιτίλι, αισθάνεται νομιμοποιημένο μέλος μαζικού κινήματος. Αυτό, φυσικά, δεν έχει να κάνει με τη χωροταξία των Εξαρχείων, αλλά με την αντοχή που επιδεικνύουν οι ιδέες και η κοινότητα των αντιεξουσιαστών τα τελευταία πενήντα χρόνια. Όταν εξαρθρώθηκε η «17 Νοέμβρη», μιλούσε μόνο η δικηγόρος Ιωάννα Κούρτοβικ. Τώρα μπορεί να στηθεί και πορεία για τα δικαιώματα του Κουφοντίνα.
Ταυτόχρονα η κοινή γνώμη εξοικειώνεται όλο και περισσότερο με τα χτυπήματα. Δεν συγκλονίζεται κανείς. Ακόμα και τα λόγια των πολιτικών είναι λες και βρίσκονται γραμμένα πάνω στις κορδέλες που βάζει η Αστυνομία στα σημεία των επιθέσεων. Εκ των πραγμάτων, είναι λογικό τα «παιδιά» να διεκδικήσουν περισσότερη προσοχή, δημιουργώντας μεγαλύτερη αίσθηση. Ίσως τα χειρότερα να είναι μπροστά μας.