«Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;»
– Διονύσιος Σολωμός
Τα συγκλονιστικά γεγονότα της Επανάστασης του ’21 αναζήτησαν τη γλώσσα τους για να τα περιγράψει. Και αυτή ήταν η προφορική λαλιά της καθημερινότητας και της ποιητικής παράδοσης, η γλώσσα και η γραφή των λογίων Ελλήνων, κυρίως του εξωτερικού, αλλά και κάποια απομεινάρια των Αρχαίων, που κανένα πανεπιστήμιο δεν υπήρχε τότε για να τα διδάξει. Ισως τα κείμενα αυτά να είναι και ένα μνημείο της λαχτάρας των αγωνιστών για το Πανεπιστήμιο που θα χτιζόταν μετά την Ελευθερία. Και εκεί θα φοιτούσαν όχι μόνον τα παιδιά τους αλλά και οι ίδιοι. Είναι γνωστό ότι ο Κολοκοτρώνης ήταν από τους πρώτους ακροατές στο πρώτο Πανεπιστήμιο του Κλεάνθη στην Πλάκα και, λίγο αργότερα, όταν χτιζόταν το μεγάλο Πανεπιστήμιο του Χριστιανού Χάνσεν στην Πανεπιστημίου, υπήρξε επιστάτης των έργων.
Ισως η ελληνική Πολιτεία προλαβαίνει ακόμη να εντάξει στη διδασκαλία των σχολείων, σε όλες τις τάξεις του Γυμνασίου και του Λυκείου, τα Απομνημονεύματα των αγωνιστών του ’21. Αρκεί να γίνουν προσεκτικές επιλογές με κριτήριο γλωσσικό, ιστορικό, γεωγραφικό και λογοτεχνικό. Οι μαθητές, μαζί με τους δασκάλους, θα έχουν έτσι τη δυνατότητα να επεξεργαστούν αυτή την αναγνωστική εμπειρία μένοντας στις λέξεις, στη σύνθεση της αφήγησης αλλά και στις εικόνες των προσώπων, των τοπίων και των μαχών. Θα μπορέσουν να συνθέσουν ένα ιδιόμορφο, νοητό, ιστορικο-ανθρωπολογικό ντοκιμαντέρ που θα δώσει νόημα στους πρώτους στίχους του Υμνου εις την Ελευθερίαν του Σολωμού. Θα κατανοήσουν δηλαδή πώς η ελληνική Ελευθερία είναι μία πολεμική Ελευθερία εις το διηνεκές, σαν την αρχαία θεά Αθηνά, που αντί για περικεφαλαία, ασπίδα και δόρυ, κρατάει κοφτερό σπαθί… Σε γνωρίζω από την κόψη, λοιπόν, του σπαθιού την τρομερή, αλλά και… Σε γνωρίζω από την όψη… οι αγωνιστές που έγραψαν Απομνημονεύματα έδωσαν νόημα και στην κόψη του σπαθιού και στην όψη της Ελευθερίας, που δεν είναι μόνον πρόσωπο, αλλά και συνείδηση και γλώσσα. Αγωνιστές στα πεδία των μαχών αλλά και αγωνιστές της γραφής, της σύνθεσης της ελληνικής γλώσσας, που θα έκανε αναγνωρίσιμο και ξεχωριστό το πρόσωπό της. Μακρυγιάννης, Κοσομούλης, Φωτάκος, Περραιβός, Τερτσέτης, Σπηλιάδης, Κανέλλος Δεληγιάννης και τόσοι άλλοι. Λαϊκοί αγωνιστές και παιδιά προκρίτων που μπήκαν στον αγώνα. Ηδη έχει παρατηρηθεί ότι στα Απομνημονεύματα υπάρχει έντονος υποκειμενισμός και ιδιοτέλεια. Οι συγγραφείς τους διεκδικούν προσωπική η οικογενειακή δικαίωση. Είναι μονομερή, υπάρχει ωραιοποίηση κάποιων γεγονότων και καταγγελία η αποσιώπηση κάποιων άλλων. Αυτά φαίνονται καθαρά μέσα στα κείμενα και ο σύγχρονος αναγνώστης μπορεί να τα εντάξει στο φάσμα των συμπεριφορών, των αντιθέσεων της εποχής. Ομως όλοι χρησιμοποιούν τη γλώσσα του τόπου για να εκφραστούν. Γραμματιζούμενοι ή και σχεδόν αγράμματοι, ο καθένας βρίσκει τον δικό του τρόπο. Καλό είναι να διαβαστούν χωρίς τη σύγχρονη μόδα της υπερβολικής ιδεολογικής φόρτισης ή των κοινωνικών και οικονομικών αντιθέσεων που ήταν υπαρκτές και σε πολλές περιπτώσεις ιδιαιτέρως άγριες, αλλά αυτό δεν εμπόδισε πολλούς από αυτούς να θυσιαστούν για τον κοινό σκοπό. Διακόσια χρόνια μετά, τα συμφέροντα, οι ιδιοτέλειες και οι αντιθέσεις έχουν εξαερωθεί, μένουν μόνο η γλώσσα και η τιμή για τη συμμετοχή στον αγώνα.
Το μάθημα των Απομνημονευμάτων μπορεί να δημιουργήσει στους μαθητές τη συγκίνηση της Θυσίας που έχει συνέχεια στην Ελλάδα, γιατί η Ελευθερία είναι «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη»…
Μπορεί ακόμη, με ψυχραιμία, το μάθημα να βοηθήσει τους μαθητές να κατανοήσουν τα τόσα και τόσα αρνητικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων, που συχνά μπλοκάρουν το πρόσωπο της Ελλάδας και που με έκπληξη μπορεί να τα δει κανείς να είναι ζωντανά ακόμη και στις μέρες μας.
Η γνώση του ’21, βεβαίως, πρέπει να οδηγήσει στον Σολωμό, στον Κάλβο και την ποίηση που γράφτηκε μετά. Και είναι αναγκαίο να συνδυαστεί με τις ζωγραφικές εικόνες του Αγώνα, από τον Παναγιώτη Ζωγράφο, στον Βρυζάκη, στον Γύζη, στον Λύτρα, στον Θεόφιλο, στον Ντελακρουά και στις λαϊκές χρωμολιθογραφίες του Ησαΐα, του Ες, του Ιατρίδη, του Σωτήρη Χρηστίδη κ.ά.
Οι προτομές και τα αγάλματα κάθε πόλης που δυστυχώς, εκτός ελάχιστων περιπτώσεων, δεν είναι πολύ επιτυχημένα, πρέπει να γίνουν γνωστά, έστω και με κριτική σκέψη, από δασκάλους και μαθητές. Δεν είναι δυνατόν βέβαια να αγνοηθούν τα αριστουργήματα όπως είναι ο έφιππος Κολοκοτρώνης του Λάζαρου Σώχου στη Σταδίου, με τα περίφημα ανάγλυφα στη βάση, ή ο Ρήγας του Ιωάννη Κόσσου στη γωνία του Πανεπιστημίου. Ακόμη και η σειρά των μαρμάρινων προτομών στο πεδίο του Αρεως με τους πολλούς αγωνιστές να σε κοιτάζουν, μόνον συγκίνηση μπορεί να σου προκαλέσει.
Να οργανωθούν επίσης εκδρομές στα πεδία των μαχών και να τυπωθούν χάρτες από τους οποίους εύκολα θα καταλαβαίνεις πού ήταν η Αλαμάνα, η Γραβιά, το Βαλτέτσι, τα Δερβενάκια, το Μανιάκι, το Μεσολόγγι κ.λπ. Να περπατήσουν στα ίδια χώματα, να δουν τη διαμόρφωση του εδάφους να ακούσουν επιτόπου περιγραφές της μάχης… Συγκινητική θα ήταν και μία εκδρομή στο Δραγατσάνι της Ρουμανίας για να θυμούνται πάντα τον Ιερό Λόχο του Αλέξανδρου Υψηλάντη, έχοντας υπό μάλης την Ωδή του Ανδρέα Κάλβου.
Θυμάμαι τον ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα, προς το τέλος της ζωής του, να κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι και να ακούει με μεγάλη προσήλωση έναν νεαρό σπουδαστή να του διαβάζει τα σχετικά με την έξοδο του Μεσολογγίου από το βιβλίο του Νικολάου Κοσομούλη «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων». Ο Γκίκας περίμενε τον σπουδαστή με ανυπομονησία κάθε πρωί, λες και επρόκειτο να πάρει ανάσες ζωής από την ανάγνωση, σαν να τον θεράπευαν τα λόγια του Αγώνα. Δεν του ξέφευγε ούτε λέξη, ούτε κόμμα και αν κάτι δεν διαβαζόταν σωστά, το διόρθωνε. Ποιος ξέρει τι ένιωθε βαθιά στην ψυχή του ο σοφός γέροντας. Καθώς τον φιλμάριζα στο σπίτι της οδού Κριεζώτου, αισθανόμουν πως ήταν από τους τελευταίους μιας γενιάς σπουδαίων Ελλήνων, της γενιάς του ’30, που τροφοδότησαν τη σύγχρονη ευαισθησία μας, συνθέτοντας με νεωτερικό τρόπο την παράδοση της ελληνικής γλώσσας και της λαϊκής εικόνας με τις ευρωπαϊκές πνευματικές αναζητήσεις του καιρού τους.
Το μάθημα πρέπει να γίνεται απευθείας, χωρίς τη διαμεσολάβηση και το καπέλωμα ιστορικών που «όλα τα ξέρουν». Να στηριχθεί στην αμεσότητα δασκάλων και διδασκομένων. Να είναι μάθημα σαν μία ποιητική πράξη που οδηγεί όχι μόνο στη συγκίνηση, αλλά και στη γνώση, στον πλούτο της συνείδησής μας. Οπως συμβαίνει με την αληθινή ποίηση, τα παιδιά δεν θα μάθουν μόνον την ιστορία του ’21. Η γνώση που θα αποκτήσουν θα σχετίζεται με το παρόν και το μέλλον της πατρίδας τους.
* Ο Λάκης Παπαστάθης είναι βραβευμένος σκηνοθέτης του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου και συνδημιουργός της ιστορικής εκπομπής ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ «Παρασκήνιο»