Χθες διάβασα κάποια τάχα είδηση γραμμένη από ένα από τα πιο σκοτεινά πρόσωπα της ελληνικής δημοσιογραφίας, που αποκαλύπτει ότι ο πρωθυπουργός, κατά τα λεγόμενα του αρθρογράφου «θυσιάζει τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη», ως εξιλαστήριο θύμα για την τραγωδία των πυρκαγιών. Και συνεχίζει, μάλιστα, γράφοντας ότι αυτή η πρωθυπουργική βούληση «αναμένεται να ανακοινωθεί στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη». Τώρα, το πώς ένας δημοσιογράφος ξέρει τι σκέφτεται ο πρωθυπουργός και «αναμένεται» να ανακοινώσει σε έναν υπουργό του, που το αγνοεί ο ίδιος, είναι απορίας άξιο.
Αυτή η απορία, συνδυασμένη με το βιογραφικό του αρθρογράφου που τη διαχέει, θα ήταν ένας λόγος να ξεπεράσω την «είδηση», χωρίς να της δώσω σημασία. Και αυτό θα έκανα, αν δεν γνώριζα από πικρή πείρα, και αυτού του τόπου, αλλά και του κόσμου, δυο αλήθειες: στην τοπική κλίμακα, ότι οι σκοτεινοί κύκλοι της δημοσιογραφίας εκφράζουν συχνά τους σκοτεινούς κύκλους της πολιτικής, και στη διεθνή κλίμακα ότι οι ακραίες κρίσεις, με την κοινωνική αναστάτωση που φέρνουν, ανακινώντας έντονα τα αισθήματα του φόβου και της οργής, κάνουν τα χειρότερα στοιχεία της κοινωνίας να αποκτούν ξαφνικά δυνατότητες που τους στερεί, ορθά, η ομαλότητα.
Αυτός ο κανόνας ισχύει βέβαια και για τα χειρότερα στοιχεία της δημοσιογραφίας, όπως και της πολιτικής —το μάθαμε αυτό το μάθημα καλά την τελευταία δεκαετία στον τόπο μας. Και αυτό συνέβη κατά κόρον και με την τραγωδία των πυρκαγιών. Ούτε μπροστά στην καταστροφή που έφερε η περιβαλλοντική αλλαγή δεν δίστασαν τα ποντίκια της δημοσιογραφίας και τα ποντίκια της πολιτικής να συνεχίσουν τον χαβά τους: να βρουν την ευκαιρία να ροκανίσουν τα στηρίγματα των άξιων ανθρώπων που φθονούν, για να τους ρίξουν από τις θέσεις τους. Αυτό, οι ενεργοί πολίτες δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε.
Δεν δημιουργήθηκε βέβαια από τις πυρκαγιές ο κύκλος των ανθρώπων που προσπαθεί από καιρού να βγάλει από τη θέση του τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και τώρα βρήκε, όπως νόμισε, χρυσή ευκαιρία. Αυτός ο χώρος δυστυχώς, εκτός από τους συνήθεις υπόπτους στην αντιπολίτευση, περιέχει και μία από τις μεγαλύτερες απειλές στην κυβέρνηση, αλλά και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, αν δεν ελεγχθεί. Υπ’ όψιν, δεν αναφέρομαι εδώ στα τρολ του Διαδικτύου, στους παρανοϊκούς, τους συνωμοσιολόγους, τους κακοποιούς που έχουν κάθε λόγο να μισούν έναν άξιο ηγέτη της αστυνομίας, στους συριζαίους εχθρούς του νόμου και της τάξης και άρα του Χρυσοχοΐδη, ή στη Φώφη Γεννηματά, που κανείς δεν θα την κατηγορήσει ποτέ ότι υποφέρει από περίσσεια φαιάς ουσίας. Αναφέρομαι ειδικά σε κάποια στοιχεία της αυτοπαρουσιαζόμενης ως «λαϊκής Δεξιάς», που βέβαια δεν έχουν καμία σχέση με γνήσια ιδεολογία, αλλά ντύνουν με τάχα ιδεολογικό μανδύα τα οικονομικά και πολιτικά τους συμφέροντα. Και αναφέρομαι επίσης στους ευκαιριακούς τους συμμάχους, κάποιους δολοπλόκους και μηχανορράφους της εξουσίας, που πάντα και παντού κινούνται με μόνο στόχο να αρπάξουν οι ίδιοι περισσότερη δύναμη. Ανθρωποι αυτών των κύκλων από καιρού στοχεύουν και στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και αυτό όχι βέβαια για να προάγουν καλύτερα την προστασία του πολίτη.
Ομως, ευτυχώς για την κοινωνία μας, αλλά και τον Πρωθυπουργό και τα υγιή στοιχεία της κυβέρνησής του, τα σκοτεινά κέντρα δεν λειτουργούν χωρίς αντίπαλο. Απέναντί τους, εν προκειμένω, έχουν τον κεντροδεξιό, τον κεντρώο, αλλά και σημαντικό μέρος του κεντροαριστερού χώρου, που αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν τη μεγάλη δύναμη του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αυτός ο χώρος ήταν εξ αρχής, παραμένει ακόμα και θα παραμείνει μελλοντικά, εφ᾽ όσον ο Μητσοτάκης παραμένει αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, το συγκριτικό του πλεονέκτημα έναντι των αμέσως προηγούμενων ηγετών του κόμματός του. Ο ευρύτερος κεντρώος χώρος έφερε, ψηφίζοντας μαζικά, τον Μητσοτάκη και στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας αλλά και στην εξουσία, ενώ από εκεί και πέρα τα κεντροαριστερά, τα κεντρώα και τα φιλελεύθερα στελέχη της κυβέρνησής του, προερχόμενα κυρίως από το ΠΑΣΟΚ, τη Δράση και το Ποτάμι, αποτελούν, εκτός των αναμφισβήτητων ικανοτήτων τους, τα σύμβολα ενός νέου προσώπου της Νέας Δημοκρατίας. Χωρίς αυτό το πρόσωπο, η μερίδα των ψηφοφόρων που την έφεραν στην εξουσία δεν θα διανοούνταν να τη στηρίξει. Και χωρίς αυτούς τους ψηφοφόρους, η Νέα Δημοκρατία της «λαϊκής δεξιάς» θα ήταν καταδικασμένη στην αιώνια αντιπολίτευση, όπου και θα ξαναπάει αν επικρατήσουν τα χειρότερα στοιχεία και χάσει τη ζωντανή της σχέση με τον κεντρώο χώρο. Αυτόν τον χώρο του οποίου κύριος εκφραστής είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο Χρυσοχοΐδης πρωταγωνίστησε στην αντιμετώπιση της κορυφαίας εθνικής κρίσης, της άοπλης εισβολής που επιχείρησε ο Ερντογάν στον Εβρο
Αν ρωτήσετε ανθρώπους του ευρύτερου κεντρώου χώρου, που στήριξε και στηρίζει τη σημερινή κυβέρνηση ποιοι είναι οι καλύτεροι υπουργοί της, θα απαντήσουν με μια φωνή: ο Χρυσοχοΐδης και ο Πιερρακάκης. Η επιλογή αυτών των δύο, ειδικά, αποτέλεσε την εξυπνότερη πολιτική κίνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, αυτή που του διασφάλισε την πολιτική του κυριαρχία στην εξουσία, κάνοντάς τον να επικρατεί στον χώρο μεταξύ «λαϊκής Δεξιάς» και συριζαίικης Αριστεράς. Και η εξυπνάδα του πρωθυπουργού δεν ήταν εδώ μόνο εκλογική αλλά και ουσιαστική, αφού αυτοί οι δύο άνθρωποι, αλλά και άλλοι από το Κέντρο, είναι εκ των αρίστων υπουργών του, πράγμα που αναδεικνύει κάθε αξιολόγηση, από τις δημοσκοπήσεις ως τις αναλύσεις των ανθρώπων που καταλαβαίνουν πραγματικά τι γίνεται στην πολιτική.
Καθώς γράφω με αφορμή τη νέα επίθεση στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, μένω εδώ στην περίπτωσή του. Μόνο τυφλός, πολιτικά φανατικός ή άνθρωπος με σκοτεινά κίνητρα μπορεί να αγνοήσει τη συμβολή του ανθρώπου αυτού στο κυβερνητικό έργο. Ένας μικρός κατάλογος των όσων έκανε αρκεί για να πείσει τον κάθε καλοπροαίρετο για την πολυτιμότητά του στην κυβέρνηση: ο Χρυσοχοΐδης πρωταγωνίστησε στην αντιμετώπιση της κορυφαίας εθνικής κρίσης, της άοπλης εισβολής που επιχείρησε ο Ερντογάν στον Έβρο. Αντιμετώπισε αποτελεσματικά την εκρηκτική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο παρατεινόμενο αίσχος της Μόριας, έργου ντροπής της προηγούμενης κυβέρνησης. Υπό την ηγεσία του, για πρώτη φορά το κράτος αντιμετώπισε με το δίκαιο και τον νόμο τις καταλήψεις στα πανεπιστήμια, που ταλαιπωρούσαν τη λειτουργία των ιδρυμάτων. Καθάρισε τα Εξάρχεια και τις γειτονιές της Αθήνας, όπου επικρατούσαν το έγκλημα και η ανομία. Απέδωσε στους νόμιμους ιδιοκτήτες τα δημόσια και ιδιωτικά κτιρία που τα είχαν καταλάβει με το έτσι θέλω δήθεν «δικαιωματιστές», που επί δεκαετίες χλεύαζαν με παράνομες πράξεις την Ελληνική Πολιτεία, ακόμα και στο κέντρο της Αθήνας. Κατόρθωσε να μην κλείνει το κέντρο με κάθε διαδήλωση. Εξάρθρωσε δύο τρομοκρατικές οργανώσεις. Αναβάθμισε τις υπηρεσίες ασφάλειας της ΕΛΑΣ, που είχαν στερηθεί στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεσματική ηγεσία. Και άλλα ακόμα, που τα ξέρουν καλά όσοι παρακολουθούν την επικαιρότητα.
Στο δίδυμο Χρυσοχοΐδης και Χαρδαλιάς, στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, στόχευσαν τώρα και πάλι οι γνωστοί κύκλοι, με κύρια έμφαση στον πρώτο, λόγω της κεντρώας καταγωγής του και του ευρύτερου πολιτικού συμβολισμού του. Και όμως, το δίδυμο αυτό —το δίδυμο που τώρα βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά των πυρκαγιών—αποτελεί, με τα μέτρα τουλάχιστον της κοινωνίας μας, υπόδειγμα αριστείας στη δημόσια διοίκηση.
Δεν ισχυρίζομαι ότι στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών δεν έγιναν λάθη, δεν υπήρξαν ελλείψεις και δεν υπάρχουν και κυβερνητικές ευθύνες, ούτε φυσικά ότι όλα έγιναν με τον ιδανικό τρόπο. Αυτό άλλωστε το αναγνώρισε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, και έκανε πολύ σωστά —έτσι φέρονται οι ηγέτες. Οι πυρκαγιές δεν αντιμετωπίστηκαν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο στην Ελλάδα, όπως δυστυχώς δεν αντιμετωπίστηκαν σε καμία χώρα την οποία τυράννησαν και τυραννούν. Η απειλή βέβαια είναι ασύμμετρη: η εκδίκηση προς τους καταστροφείς του, ενός πλανήτη που καταστρέφουμε συστηματικά επί πολλές δεκαετίας, ήταν αμείλικτη. Και θα συνεχίσει να είναι. Αλλά ανεξάρτητα της αιτίας και της έντασης της συμφοράς, το κράτος έπρεπε και πρέπει να κάνει περισσότερα από όσα έκανε.
Κατώτερη των περιστάσεων δεν φάνηκε απλώς αυτή η κυβέρνηση, ούτε απλώς η προηγούμενη, ή οι άλλες πριν από αυτές. Γιατί κάθε κυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών αντιμετώπισε τις φυσικές καταστροφές με τα αντανακλαστικά ενός περασμένου κόσμου, που δυστυχώς τον σκοτώσαμε. Καμία ελληνική κυβέρνηση, όπως και καμία κυβέρνηση διεθνώς, δεν φάνηκε φέτος αντάξια της σοβαρότητας των καταστροφών που φέρνει η κλιματική αλλαγή. Βέβαια, κάποιες κυβερνήσεις ήταν καλύτερες και άλλες χειρότερες, άλλες σκότωσαν ανθρώπους από εγκληματική αμέλεια και άλλες τους έσωσαν—και χωρίς αυτές τις συγκρίσεις πολιτική δεν γίνεται, αφού στα κοινά δεν ζητούμε την ουτοπία αλλά τη βέλτιστη ρεαλιστικά λύση. Αλλά όσο, με μαθηματική βεβαιότητα, θα μεγαλώνει η ένταση των επερχόμενων καταστροφών, τόσο λιγότερο θα επαρκούν οι κυβερνητικές ενέργειες, όταν οδηγούνται, όπως μέχρι σήμερα, από παλαιές αντιλήψεις. Κανένας πρωθυπουργός, κανένας υπουργός και κανένα Πυροσβεστικό Σώμα δεν μπορούν μελλοντικά να μας σώσουν από τα δεινά που δημιουργήσαμε, ως ανθρωπότητα. Μπορούν όμως να μας βοηθήσουν να τα αντιμετωπίσουμε καλύτερα και αποτελεσματικότερα. Μπορούν να περιορίσουν το κακό.
Ο Πρωθυπουργός και οι άξιοι άνθρωποι στην κυβέρνησή του—στην οποία φυσικά δεν είναι όλοι άξιοι—αλλά μαζί τους και όλοι όσοι ασχολούνται με την πολιτική ή τις επιχειρήσεις, όσοι δημοσιογραφούν, όσοι ασχολούνται με οποιονδήποτε τρόπο με τα κοινά, αλλά και όλοι εμείς οι πολίτες, ενεργοί ή μη, πρέπει να αλλάξουμε μυαλά, να καταλάβουμε επιτέλους τις διαστάσεις του προβλήματος που έχουμε μπροστά μας, και να κάνει ο καθένας, όπως πρέπει, εκεί που πρέπει, όσο γίνεται καλύτερα τη δουλειά του για να αποφευχθεί το μεγάλο κακό που έρχεται. Φυσικά, σε όλο τον πλανήτη οι κυβερνήσεις και τα κράτη έχουν αυξημένη εξουσία και άρα αυξημένη ευθύνη, σε σχέση με τους απλούς πολίτες. Έτσι και στην Ελλάδα, κυβέρνηση και κράτος χρειάζονται προγραμματισμό βαθύ και δράση συνεχή, για να μειωθούν οι συνέπειες της επόμενης συμφοράς. Και βέβαια χρειάζεται να βρίσκονται οι κατάλληλοι άνθρωποι στις κατάλληλες θέσεις.
Την κατά το δυνατόν καλύτερη προστασία από τις επερχόμενες καταστροφές τη χρωστάμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας, για τα οποία φτιάξαμε δυστυχώς, άλλοι από ιδιοτέλεια, άλλοι από δόλο, άλλοι από βλακεία και άλλοι από άγνοια, έναν εφιάλτη που θα βαρύνει το μέλλον τους.
Ας επιλέξουμε λοιπόν τους αξιότερους, και ας τους στηρίξουμε, για να φτιαχτεί ένας κρατικός μηχανισμός πιο ικανός να ανταποκριθεί στις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Και ας στιγματίσουμε και ας απομονώσουμε τα τρωκτικά, είτε ανήκουν στη «λαϊκή Δεξιά», είτε στη λαϊκίστικη Αριστερά, είτε απλώς υπακούν στο προσωπικό τους συμφέρον, στην προσπάθειά τους να καταστρέψουν τους άξιους που αγωνίζονται. Το να τους επιτρέπουμε, μέρες που είναι, να επιδίδονται στο βρωμερό παλαιοκομματικό παιχνίδι του «να φύγει ο τάδε ή ό δείνα για να αποφύγουμε τις εκλογικές επιπτώσεις του τάδε» δεν είναι απλώς ηλίθιο. Είναι εγκληματικό. Γιατί ειδικά όταν απευθύνεται στις συνέπειες της περιβαλλοντικής καταστροφής, κινδυνεύει να κρύψει την ουσία του προβλήματος πίσω από ξόρκια, και να ξεγελάσει τους αφελείς, ότι τάχα για όλα φταίει κάποιος πολιτικός, που αν αντικατασταθεί η τάξη θα αποκατασταθεί.
Αν γίνει κάτι τέτοιο, αν νικήσουν τα τρωκτικά που θέλουν να προάγουν τα συμφέροντά τους, κινδυνεύουν οι πολίτες που δεν παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις—δηλαδή η μεγάλη πλειοψηφία τους—να παραμείνουν στη νοοτροπία που μας έχει φέρει στο χείλος της καταστροφής. Ο πρόσφατος πόλεμος των τρωκτικών στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ως τάχα «υπεύθυνο» για τα όσα έγιναν, αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτικής που μπορεί να μας καταστρέψει στο μέλλον.