Ο κορονοϊός σίγουρα έχει ανατρέψει σε πολλά σημεία την εικόνα μας για την παγκόσμια οικονομία. Σε πολλές περιπτώσεις έχει λειτουργήσει ως επιταχυντής εξελίξεων: πολλοί ισχυρίζονται για παράδειγμα πως αργά ή γρήγορα θα περνούσαμε από την παραδοσιακή εργασία στην τηλεργασία, και αυτή η αλλαγή επιταχύνθηκε από την ανάγκη για κοινωνική αποστασιοποίηση που γέννησε ο κορονοϊός. Σε άλλες περιπτώσεις όμως, η παρούσα κρίση έχει ανατρέψει βεβαιότητες, αφενός μεν φέρνοντας στην επιφάνεια αδυναμίες των συστημάτων χωρών που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή των παγκόσμιων οικονομικών εξελίξεων, αφετέρου αναδεικνύοντας χώρες που αντέδρασαν άμεσα στο πρώτο κύμα αλλά και επέδειξαν μεταρρυθμιστικό πνεύμα, ανταποκρινόμενες στην ανάγκη μετασχηματισμού τους ενόψει όχι μόνο των άμεσων αναγκών αλλά και των νέων κατευθύνσεων που παίρνει η παγκόσμια οικονομία.
Η εκτίμησή μου είναι πως η ανακοίνωση της γιγαντιαίας επένδυσης της Microsoft στη χώρα έχει όλα τα χαρακτηριστικά που θα έχουν τέτοιου είδους επενδύσεις διαρκούσης της εμπειρίας του κορονοϊού αλλά ιδίως μετά από αυτήν. Αυτό συμβαίνει πρώτα-πρώτα γιατί αφορά στις νέες τεχνολογίες, σε αυτό που έχει ονομαστεί παρ’ ημίν «υπολογιστικό νέφος» (cloud) και αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία σε μια στιγμή που η τεχνολογία είναι ίσως η μόνη που μπορεί αξιόπιστα να υποσχεθεί τη γρήγορη έξοδο από μια υφεσιακή πραγματικότητα.
Έπειτα, η επένδυση αυτή στηρίχθηκε εν πολλοίς σε ένα φιλοεπενδυτικό προφίλ που συστηματικά καλλιεργείται από τη χώρα αλλά και σε λεπτούς διαπραγματευτικούς χειρισμούς και επαφές που καλλιέργησαν την εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο μεριές. Η δημιουργία και μόνο διαύλου επικοινωνίας απέναντι σε ελληνική κυβέρνηση και σε έναν τεχνολογικό κολοσσό όπως η Microsoft εκτιμώ πως θα φάνταζε μέχρι πριν λίγα χρόνια αδύνατη. Τώρα όμως όχι μόνο ένας τέτοιος δίαυλος είναι υπαρκτός αλλά έδωσε και άμεσα αποτελέσματα.
Τρίτον, εκτιμώ πως η ταχύτητα με την οποία η χώρα μπαίνει στο διάλογο για τη μετά τον κορονοϊό εποχή την καθιστά εξαιρετικά αξιόπιστη στους ξένους επενδυτές. Ας μην αμφιβάλλουμε: η μεταβολή της οικονομικής πραγματικότητας μεσούσης της πανδημίας αλλά και μετά από αυτήν θα απαιτήσει και μεταβολή του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του κράτους αλλά και των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων. Η χώρα μας μοιάζει να το έχει συνειδητοποιήσει νωρίς αυτό, για αυτό και μπαίνει σε ένα διάλογο ουσίας για την επόμενη μέρα. Σε αυτή την επόμενη μέρα δεν θα υπάρχουν σε παγκόσμιο επίπεδο τόσα ασφαλή επενδυτικά λιμάνια όσα στο παρελθόν αλλά θα αναδύονται επενδυτικές ευκαιρίες που θα ορίζονται από τη μία από ευέλικτους θεσμούς που θα προσαρμόζονται γρήγορα στη νέα πραγματικότητα και από την άλλη από ένα εθνικό φιλομεταρρυθμιστικό πνεύμα. Αν λοιπόν η Ελλάδα πατήσει περαιτέρω μεταρρυθμιστικό «γκάζι» είναι κάτι παραπάνω από πιθανό το μερίδιό της στην μεταπανδημική επενδυτική πίτα να είναι αισθητά αυξημένο.