Είχα δύο επιλογές: το εμβολιαστικό κέντρο που βρισκόταν πιο κοντά στο σπίτι μου είχε ραντεβού για το απόγευμα της Δευτέρας του Πάσχα. Αν όμως θυσίαζα λίγο την εγγύτητα, θα μπορούσα να εμβολιαστώ τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί. Τρεις ολόκληρες μέρες νωρίτερα. Στο θέμα του εμβολίου οι αριθμοί παραδόξως ήταν με το μέρος μου, με το μέρος όλων μας. Αν οι μεγαλύτερες ηλικίες δεν είχαν απαρνηθεί το AstraZeneca με την ευκολία που το έκαναν, όσοι ανήκουμε στην ηλικιακή ομάδα 30-39 δεν θα είχαμε καμία πιθανότητα να πάρουμε πράσινο διαβατήριο πριν τελειώσει το καλοκαίρι. Και αυτή η προοπτική της επόμενης μέρας, της κανονικότητας που δεν είναι πια μακρινό όνειρο, αλλά υπαρκτή πιθανότητα, κάνει τις τρεις μέρες παραπάνω να φαίνονται αιώνας.
Κάθε ομαδικό τσατ, κάθε παρέα της δικής μου ηλικίας, τη διαδικασία του εμβολίου συζητάει αυτές τις μέρες, κάνει τους ίδιους υπολογισμούς. Με έναν τρόπο λυτρωτικό, παρασύροντας και την υπόλοιπη κοινωνία –ειδικά τους 40-44, για τους οποίους η πλατφόρμα άνοιξε νωρίτερα και τα ραντεβού έγιναν ανάρπαστα. Πράγματα που δεν έχουμε συζητήσει ποτέ τόσο καιρό κυκλοφορούν σχεδόν αυτονόητα ανάμεσά μας, φράσεις όπως «βάλε τον δικό μου ταχυδρομικό κώδικα, βγάζει ραντεβού αύριο», «η μάνα μου είπε να περιμένω λίγο να δούμε πώς θα πάει, αλλά είμαι ήδη στο εμβολιαστικό» και «ρε ‘σείς, πώς βάζουμε νωρίτερα τη δεύτερη δόση;». Φίλοι και γνωστοί που δεν πρόλαβαν να κλείσουν τα τριάντα τους προηγούμενους μήνες, σχεδόν απελπίστηκαν όταν το ραντεβού τους ακυρώθηκε, γιατί δεν είχε έρθει ακόμα η ημερομηνία των γενεθλίων τους. Και όταν τελικά ενημερώθηκαν ότι οι αρχικές ημερομηνίες που έκλεισαν ισχύουν κανονικά, άρχισαν πάλι να κάνουν σχέδια, ποστάροντας τα επιβεβαιωτικά στα σόσιαλ μίντια.
Πώς οι παλιοί πήγαιναν με τα καλά τους στον γιατρό; Κορίτσια έφταναν ήδη στις 10 το πρωί στο σημείο του ραντεβού για τον εμβολιασμό με χαμόγελο, γκλίτερ και αϊλάινερ στα μάτια, με πλήρη επίγνωση πως πρόκειται για γιορτή. Και αυτό είναι, αν το καλοσκεφτεί κανείς: πανηγυρίζει η επιστήμη που κέρδισε χαμένο έδαφος, πανηγυρίζουν και οι τριαντάρηδες που νίκησαν τον κακό τους εαυτό. Δεν νοιάστηκαν για το «ξεστοκάρισμα», έβαλαν μπροστά όσους φοβούνται ακόμα· και εμβολιάζονται και γι’ αυτούς. Και μαζί, εμβολιάζονται για τα κοκτέιλ που σχεδιάζουν να πιουν το καλοκαίρι, για τα ταξίδια που έχασαν, για τα θερινά σινεμά, για το μαγαζί στην γωνία που έμεινε κλειστό τόσους μήνες και για την ομάδα τους που δεν μπορεί πια να παίζει χωρίς κόσμο. Για να πάμε παρακάτω.
Περίεργη ηλικιακή ομάδα το γκρουπ 30-39, σχεδόν διαγενεακή. Από τα 35 και πάνω, οι άνθρωποι είναι πιο κοντά στην GenX. Πολλοί έχουν πια δικά τους παιδιά, κάποιοι κατέχουν διευθυντικές θέσεις και ένας εκπρόσωπός τους βρίσκεται σήμερα στη θέση του υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Από τα 35 και κάτω, μιλάμε για τον ορισμό των elder millennials: οι αναφορές τους δεν είναι της δεκαετίας του ’80, αλλά αυτής του ’90, και η ενηλικίωση τους βρήκε σε μια Ελλάδα εντελώς διαφορετική από αυτή στην οποία μεγάλωσαν. Αυτοί χτυπήθηκαν πιο πολύ και από την κρίση, αλλά και από την πανδημία. Μέχρι και η εκλογική τους συμπεριφορά ήταν άλλη τα τελευταία χρόνια: οι πιο νέοι, μια δεκαετία πριν, έγιναν οι κύριοι αποδέκτες του λαϊκισμού που πήγαζε από το δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο, ενώ οι μεγαλύτεροι έκαναν χρόνια να ξεπεράσουν το σοκ της επίθεσης στο παλιό πολιτικό σύστημα. Οσα τους ενώνουν αυτές τις μέρες, ωστόσο, είναι περισσότερα από όσα τους χωρίζουν.
Υπάρχει μια μικρή περηφάνια σ’ αυτήν την αλλαγή της ατμόσφαιρας. Μέχρι να ανοίξει η πλατφόρμα για τους 30-39, η διαδικασία με τους εμβολιασμούς έδειχνε να έχει φτάσει σε ένα τέλμα. Η απογοήτευση από την επιλογή εμβολίων από τις μεγαλύτερες ηλιακές ομάδες, μαζί με τις αναποδιές που προέκυψαν στις παραγγελίες και τη χαλάρωση των μέτρων, έφερναν γκρίνια και μια αίσθηση αδιεξόδου. Από τη Μ. Τρίτη το πρωί, όμως, ο ενθουσιασμός είναι κολλητικός. Το καλύτερο αντίδοτο στις φρικτές εικόνες από την Ινδία, στη σκέψη πως, λίγο διαφορετικά να είχαν έρθει τα πράγματα, θα ασχολούμασταν με μαζικές ταφές, όχι με μαζικούς εμβολιασμούς.