Σε πολλά πάρκα μπορεί να συναντήσει κανείς μια μεγάλη σκακιέρα στο έδαφος και τα λευκά και μαύρα κομμάτια σε διάφορους σχηματισμούς, όπως αυτό στη φωτογραφία.
Εδώ, ένας περαστικός που δεν ξέρει σκάκι θα δει μια ακίνητη σύνθεση. Ένας σκακιστής όμως, θα δει, όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Αρθουρ Κέσλερ, για τον περίφημο τελικό του 1972 μεταξύ του Αμερικανού Μπόμπι Φίσερ και του Σοβιετικού Μπόρις Σπάσκι, «ένα μαγνητικό πεδίο δυνάμεων, γεμάτο ενέργεια». Και είναι ο συσχετισμός των δυνατοτήτων κίνησης κάθε κομματιού (εδώ με γενική έννοια, καθώς στη σκακιστική ορολογία διακρίνουμε σε κομμάτια και πιόνια) που δημιουργεί ένα τεράστιο πλήθος δυνατών καταστάσεων, μεταβαλλόμενης ισχύος και πιθανών ανατροπών. Έτσι όμως δεν είναι και το πεδίο των διεθνών σχέσεων;
Θεωρώ ότι αυτή η αναλογία μπορεί να πάει πολύ μακριά. Ετσι, σε ένα πρώτο επίπεδο, το να ξέρει κανείς τι κινήσεις μπορεί να κάνει κάθε κομμάτι, όπως και τη σχετική αξία των κομματιών, δεν είναι καθόλου αρκετό για να μπορέσει να νικήσει. Είναι αναγκαίο να έχουν οι παίκτες αναλυτική και προβλεπτική ικανότητα, τόσο για την αξιολόγηση της δικής τους θέσης, όσο και για την εκτίμηση του κινδύνου που τους δημιουργεί ο αντίπαλος.
Το να παίζεις σκάκι ξέροντας απλώς τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να κινηθεί κάθε κομμάτι μου φαίνεται ανάλογο με εκείνους τους αντιπροσώπους μιας χώρας που πηγαίνουν σε διεθνείς διασκέψεις θεωρώντας ότι πρόκειται για μια βαρετή ρουτίνα που συνοδεύεται με πλούσια γεύματα και καλοπληρωμένα ταξίδια, ενώ ως προς το πραγματικό αποτέλεσμα για τη χώρα, αυτό θεωρείται ότι επέρχεται αυτόματα, καθώς δεν έχουν ιδέα τι λεπτές κινήσεις θα μπορούσαν να γίνουν προς όφελος της χώρας που εκπροσωπούν. Ακόμα χειρότερα, η έλλειψη προβλεπτικότητας κάνει τον εκπρόσωπο μιας χώρας εύκολη λεία για κάποιους αντιπάλους του στη διεθνή σκακιέρα.
Ήταν στο Παρίσι το 1750 όταν σε μία διάσημη πλέον παρτίδα ο Λεγκάλ, που έπαιζε με τα λευκά, θυσίασε και μάλιστα νωρίς τη βασίλισσά του (δηλαδή άφησε να του την πάρει ο αντίπαλός του, Σαιντ Μπρι, που έπαιζε με τα μαύρα). Γνωρίζοντας ότι η βασίλισσα είναι το ισχυρότερο κομμάτι, θα υποθέσατε (όσοι δεν ξέρετε τη συνέχεια που έμεινε γνωστή ως το «ματ του Λεγκάλ») ότι ο λευκός έκανε ένα σοβαρό λάθος και ότι λογικά θα έχασε την παρτίδα. Όμως, ο σκοπός του παιχνιδιού δεν σχετίζεται με το ποια κομμάτια παίρνεις ή χάνεις, αλλά με το ματ (δηλαδή με την πτώση του βασιλιά). Εδώ λοιπόν, ήρθε η έκπληξη. Η κίνηση των μαύρων να πάρουν τη λευκή βασίλισσα, άφησε εκτεθειμένο τον βασιλιά και ο Λεγκάλ νίκησε!
Αυτή η απότομη ανατροπή, με την επιλογή των μαύρων να πάρουν ένα σημαντικό κομμάτι χωρίς όμως να μετρήσουν τις επιπτώσεις, που οδήγησε στην ήττα τους, δεν θυμίζει άραγε την «περήφανη διαπραγμάτευση» της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους εταίρους, όπου, αντί ενός προσεκτικού μετρήματος των κινήσεων με βάση τους πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων, επιλέχθηκαν οι κινήσεις εντυπωσιασμού του Βαρουφάκη και το δημοψήφισμα, που οι υποστηρικτές του ΟΧΙ πανηγύρισαν, υποθέτω όπως ο Σαιντ Μπρι όταν πήρε τη λευκή βασίλισσα, χωρίς να δει τη συνέχεια που, τόσο για τα Μαύρα, όσο και για τον ΣΥΡΙΖΑ ήρθε πολύ γρήγορα και ήταν πλήρης ανατροπή με ήττα;
Επιστρέφοντας στο σκάκι, δύο ερωτήματα κυριαρχούν, σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, όπως σημειώνει ο θεωρητικός Λούντεκ Πάχμαν: «τι στόχο πρέπει να βάλουμε και τι να κάνουμε για να τον πραγματοποιήσουμε. Το πρώτο ανάγεται στη σφαίρα της στρατηγικής και το δεύτερο στη σφαίρα της τακτικής. Στρατηγική και τακτική είναι πολύ στενά συνδεδεμένες, καθώς στρατηγική χωρίς τακτική είναι κάτι εντελώς αφηρημένο και χωρίς πρακτική σημασία, ενώ τακτική χωρίς στρατηγική είναι σαν να περπατά κάποιος χαμένος σε έναν λαβύρινθο».
Και βέβαια, τα παραπάνω ισχύουν κατά γράμμα και στην εξωτερική πολιτική, όπου ένας ευφυής συνδυασμός μακρόπνοης στρατηγικής με την τακτική εκμετάλλευση όλων των μικρών ή μεγαλύτερων πλεονεκτημάτων μιας χώρας, από ικανούς ηγέτες και διπλωμάτες, έχει οδηγήσει στην ισχυροποίησή της (π.χ. η άνοδος της Πρωσίας επί Μπίσμαρκ μέχρι που ενοποίησε τη Γερμανία). Εδώ πρέπει να σημειώσω όμως ότι άλλο πράγμα είναι η στρατηγική σε βάθος χρόνου και άλλο η πρόχειρη διαδοχική επιλογή στόχων μικρής εμβέλειας, που ακόμα κι αν είναι επιτυχής μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια ισχύος, αν οι αντίπαλοι παίζουν εξυπνότερα.
Τα παραπάνω έρχεται να δείξει με τον καλύτερο τρόπο η περίφημη «παρτίδα του αιώνα», όπως ονομάστηκε το παιχνίδι, που παίχτηκε το 1956 μεταξύ του Ντόναλντ Μπέρνι (ενός από τους 10 καλύτερους σκακιστές των ΗΠΑ εκείνη την εποχή) με τα λευκά και του 13χρονου Μπόμπι Φίσερ με τα μαύρα.
Εκεί, στην 16η κίνηση, τα λευκά απείλησαν τη βασίλισσα των μαύρων.
Αντί λοιπόν ο Φίσερ να μεταφέρει τη βασίλισσά του σε ασφαλές μέρος, μετά από προσεκτικό μέτρημα μετακίνησε τον αξιωματικό του στο e6 αδιαφορώντας για τη βέβαιη απώλεια της βασίλισσας, όπως και έγινε. Η εξέλιξη; Ο Φίσερ άρχισε μία συνδυασμένη επίθεση η οποία του επέτρεψε να κάνει ματ τον αντίπαλό του 24 κινήσεις μετά!
Ας δούμε εδώ μια σειρά από αναλογίες με την εξωτερική πολιτική. Κατ’ αρχάς βλέπουμε τη μεγάλη διαφορά της μακρόπνοης και σωστά σχεδιασμένης στρατηγικής, συνδυασμένης με άριστη γνώση των τακτικών κινήσεων, από την επίτευξη επί μέρους στόχων χωρίς ενιαίο σχέδιο. Επίσης βλέπουμε πώς μπορεί να εξαπατούν οι – υποτίθεται – αντικειμενικές συνθήκες Στην 17η κίνηση ο Φίσερ είναι χαμένος – αλλά με το στρατηγικό του παίξιμο κατάφερε να εκμεταλλευτεί όλες τις αδυναμίες του αντιπάλου του, παρά την αρχικά συντριπτικά αριθμητική υπεροχή του τελευταίου, και τελικά να νικήσει.
Δυστυχώς όμως, φαίνεται πιο εύκολο να πραγματοποιηθεί μια τέτοια ανατροπή στο σκάκι, παρά στην εξωτερική πολιτική. Κι αυτό επειδή στο σκάκι παίζει ο ίδιος παίκτης συνέχεια και έτσι, μπορεί να εφαρμόσει μια μακρόπνοη στρατηγική. Αντίθετα σε μία χώρα η συχνή εναλλαγή προσώπων σε κρίσιμες θέσεις καθιστά πολύ πιο δύσκολο τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας τέτοιας στρατηγικής, εκτός αν είναι το πολιτικό σύστημα που έχει συμφωνήσει στη χάραξη μιας ενιαίας γραμμής και επιλέγει κατάλληλους ανθρώπους για να την υπηρετήσουν.
Η καταλληλότητα των προσώπων είναι ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας, καθώς, δεν είναι λίγες οι φορές ολιγωρίας που οδηγεί στην απώλεια ευκαιριών. Όπως είπε και ο Δημοσθένης στον πρώτο Ολυνθιακό του λόγο, «συχνά κάθε φορά πετάμε το παρόν από τα χέρια μας και νομίζουμε ότι τα μέλλοντα θα πάνε καλά από μόνα τους». Αυτή η εμπιστοσύνη σε κάποιον – τελικά μεταφυσικό αυτοματισμό – είναι νομίζω χαρακτηριστικό μεγάλου μέρους του πολιτικού προσωπικού της χώρας μας, τόσο απέναντι στην οικονομική, όσο και στην εξωτερική μας πολιτική, πιστεύοντας σε κάποιες αφηρημένες αρχές διεθνούς δικαίου, ευρωπαϊκού κεκτημένου, επίδειξης καλής θέλησης στις γειτονικές χώρες ή αυτόματων μηχανισμών οικονομικής ανάπτυξης. Εδώ ελπίζω να είναι σαφές πως το κείμενο αυτό δεν είναι φιλοπολεμικό, αλλά τονίζει τη σημασία της συνεχούς προσπάθειας ισχυροποίησης της χώρας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, όπως ακριβώς και στο στρατηγικό σκάκι, όπου ο στρατηγικός παίκτης μπορεί να κάνει θαύματα με όλα τα κομμάτια του, ακόμα και με τα απλά πιονάκια.
Δυστυχώς όμως, γινόμαστε συχνά μάρτυρες της απώλειας διαφόρων ευκαιριών, ή της μη εκμετάλλευσης διαφόρων πλεονεκτημάτων που έχει – ακόμα – η χώρα μας. Και όπως παρατηρεί ο Δημοσθένης στον ίδιο λόγο του, όσοι δεν κάνουν ορθή χρήση των ευκαιριών, ακόμα και αν έρθει κάποια θεόσταλτη (μη αναμενόμενη δηλαδή) ευκαιρία δεν την μνημονεύουν. Διότι «σύμφωνα με την τελευταία έκβαση κρίνεται κάθε μία από τις περασμένες ευκαιρίες) – η περίφημη φράση: «προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται».
Γι’ αυτό, κάθε φορά που βρισκόμαστε ως χώρα σε μια δύσκολη κατάσταση, το πρόβλημα εμφανίζεται ως κάτι καινούργιο και άσχετο με πιθανές ολιγωρίες ή κακούς χειρισμούς μας στο παρελθόν. Και αντί μιας δυναμικής επανεκκίνησης, επιλέγεται η υποχώρηση στο όνομα των αντικειμενικών συνθηκών, τις οποίες θυμόμαστε μόνο για να δικαιολογήσουμε την υποχώρηση και όχι ως στόχο να τις αλλάξουμε προς το καλύτερο, σε αντίθεση με ό,τι έχει γίνει τόσες φορές και στο σκάκι και στην ιστορία.