| CreativeProtagon
Απόψεις

Η ΕΕ και η παγίδα της στρατηγικής αυτονομίας 

Το μερίδιο της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία μπορεί να μειώνεται, αλλά η ΕΕ παραμένει μια σημαντική οικονομική δύναμη με ισχυρούς δεσμούς με τον υπόλοιπο κόσμο. Εάν όμως η επιδίωξη της στρατηγικής αυτονομίας μετατραπεί σε ώθηση για προστατευτισμό ή ακόμα και για αυτάρκεια, κινδυνεύει να απολέσει αυτόν τον ρόλο
Κλέμενς Φουέστ

Οσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη, η ΕΕ υπολείπεται εδώ και καιρό των υπόλοιπων κύριων οικονομικών δυνάμεων του κόσμου – των ΗΠΑ και της Κίνας. Δεν αποτελεί έκπληξη, οπότε, ότι η παλιά σχετική βαρύτητα της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία περιορίζεται ταχέως. Πόσο ευάλωτη καθιστά αυτό την Ευρώπη και πώς πρέπει να αντιδράσουν οι ευρωπαίοι ηγέτες;

Οταν το Σιδηρούν Παραπέτασμα έπεσε το 1989, οι χώρες που αποτελούν τη σημερινή ΕΕ, καθώς και η Βρετανία, ήταν υπεύθυνες για το 27,8% του παγκόσμιου ΑΕΠ (με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης). Το μερίδιο των ΗΠΑ ήταν 22,2% ενώ η Κίνα, με μερίδιο 4%, δεν υπολογιζόταν ακόμη ως υπερδύναμη.

Τριάντα χρόνια μετά, στην ΕΕ, μαζί με τη Βρετανία, αντιστοιχούσε το 16% της παγκόσμιας παραγωγής, ακόμη ελαφρώς παραπάνω από το 15% της Αμερικής. Η μεγάλη αλλαγή αφορά τη θέση της Κίνας, η οποία είχε ξεπεράσει τους δυτικούς ομολόγους της με μερίδιο 18,3%.

Η πανδημία Covid-19 αναμένεται να επιταχύνει αυτές τις τάσεις. Παρά τη σύντομη ύφεση, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε καλό δρόμο για να ξεπεράσουν τα προ κρίσης επίπεδα παραγωγής, ήδη από το τρέχον έτος. Πιο εντυπωσιακό είναι ότι η οικονομική παραγωγή της Κίνας θα μπορούσε να είναι 10% υψηλότερη το 2021 σε σχέση με το 2019. Αντιθέτως, η ΕΕ δεν θα επιστρέψει στα προ της πανδημίας επίπεδα, όσον αφορά το ΑΕΠ, έως το 2022 το νωρίτερο.

Κατ’ αρχήν, η ισχυρή ανάκαμψη στην Κίνα και τις ΗΠΑ είναι θετική για την Ευρώπη: η βιομηχανία στην ΕΕ, ιδίως στη Γερμανία, επωφελείται από την ισχυρή ζήτηση στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Ωστόσο, η περιορισμένη οικονομική βαρύτητα της Ευρώπης σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ικανότητά της να υπερασπίζεται και να προωθεί τα ζωτικά της συμφέροντα.

Ηδη πολλοί φοβούνται ότι οι χώρες της ΕΕ αναγκάζονται να κάνουν επικίνδυνους συμβιβασμούς. Για παράδειγμα, οι κινέζοι επενδυτές αγοράζουν εταιρείες στην Ευρώπη και μάλιστα αναλαμβάνουν τον έλεγχο σημαντικών υποδομών, λιμανιών σε χώρες όπως το Βέλγιο, η Ελλάδα και η Ισπανία. Η Γερμανία έχει κατηγορηθεί ότι καθυστερεί να καταδικάσει τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα, σε μια προφανή προσπάθεια να προστατεύσει τα οικονομικά της συμφέροντα.

Η εξάρτηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ –ιδίως σε θέματα ασφάλειας– θεωρείται φυσικά λιγότερο κρίσιμη. Ωστόσο, όπως κατέστησε σαφές ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, αυτό ενέχει επίσης σημαντικούς κινδύνους. Και, πράγματι, οι εκκλήσεις προς την Ευρώπη να αυξήσει τη «στρατηγική αυτονομία» της –δηλαδή να μειώσει την εξάρτησή της από εξωτερικές δυνάμεις– γίνονται πιο ηχηρές.

Ομως δεν δημιουργούνται όλες οι εξαρτήσεις με τον ίδιο τρόπο. Μόνον εκείνες που είναι μονόπλευρες είναι πραγματικά προβληματικές. Ο προσδιορισμός των οικονομικών εξαρτήσεων της ΕΕ που εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία θα απαιτήσει πιο προσεκτική ανάλυση σε σχέση με το παρελθόν.

Στο διεθνές εμπόριο, ο εισαγωγέας εξαρτάται από τον εξαγωγέα ή το αντίστροφο; Για αγαθά και  υπηρεσίες με μεγάλο σταθερό κόστος και υψηλά περιθώρια κέρδους, η εξάρτηση του πωλητή από την πρόσβαση στην αγορά είναι μεγαλύτερη από ό, τι για προϊόντα με χαμηλότερα περιθώρια. Οι εισαγωγείς εξαρτώνται περισσότερο από τις προμήθειες από μια συγκεκριμένη χώρα, εάν τα αγαθά είναι απαραίτητα και είναι δύσκολο να βρεθούν αλλού.

Το 2020 η ΕΕ (εκτός της Βρετανίας) εισήγαγε προϊόντα αξίας 383 δισεκατομμυρίων ευρώ από την Κίνα –περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα– και εξήγαγε αγαθά αξίας 203 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Κίνα. Δεν γνωρίζουμε ποιος εταίρος έχει υψηλότερα περιθώρια κέρδους ή μπορεί να αντικαταστήσει τα εισαγόμενα προϊόντα πιο εύκολα. Ομως, ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών προς αμφότερες τις κατευθύνσεις υποδηλώνει ότι υπάρχει σημαντική αλληλεξάρτηση – σίγουρα αρκετή για να παρέχει κάποια προστασία ενάντια στις επιθετικές εμπορικές πολιτικές.

Το ίδιο ισχύει και για τις ΗΠΑ. Οταν ο Τραμπ απείλησε να επιβάλει δασμούς σε αγαθά από την ΕΕ για να αντιμετωπίσει το εμπορικό έλλειμμα, οι Ευρωπαίοι επεσήμαναν ότι οι ΗΠΑ είχαν παρόμοιο πλεόνασμα σε υπηρεσίες και πρωτογενές εισόδημα. Και αυτές οι εξαγωγές των ΗΠΑ είχαν υψηλά περιθώρια κέρδους. Με τις αμερικανικές εταιρείες να εξαρτώνται σημαντικά από την ευρωπαϊκή αγορά, οι ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν να έχουν κερδίσει έναν εμπορικό πόλεμο με την ΕΕ. Αυτός είναι πιθανώς ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο ο Τραμπ έκανε πίσω.

Εξαρτήσεις μπορούν επίσης να προκύψουν από διασυνοριακές επενδύσεις. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση, μπορεί να είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποια πλευρά πλεονεκτεί. Συνολικά, οι ευρωπαϊκές εταιρείες επενδύουν πολύ περισσότερο στην Κίνα από ό,τι οι κινεζικές εταιρείες επενδύουν στην Ευρώπη, παρά τους αυστηρότερους κανονισμούς. Φαίνεται πως οι κύριες ανησυχίες σχετίζονται με τα είδη των επενδύσεων που πραγματοποιούν οι κινεζικές εταιρείες στην Ευρώπη.

Εάν οι Κινέζοι επενδυτές αγοράσουν έναν ευρωπαϊκό λιμενικό οργανισμό, αυτό σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι εξαρτώνται από την Κίνα; Οχι απαραίτητα. Αντιθέτως, δεδομένης της ζωτικής σημασίας των λιμενικών εγκαταστάσεων, είναι σχετικά εύκολο για μια εθνική κυβέρνηση να τις θέσει υπό τον έλεγχό της, ή ακόμη και να τις απαλλοτριώσει, εάν κριθεί ότι οι φορείς εκμετάλλευσης δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους.

Οι τεχνολογικές εξαρτήσεις θέτουν περαιτέρω ερωτήματα. Εγκυμονεί, για παράδειγμα, σοβαρούς κινδύνους για την ΕΕ η συμμετοχή των κινεζικών εταιρειών στην κατασκευή τηλεπικοινωνιακών υποδομών, όπως δίκτυα 5G; Και πάλι, δεν υπάρχουν ξεκάθαρες απαντήσεις, κυρίως γιατί ενδέχεται να εξαρτώνται από παράγοντες, όπως η πολιτική επιρροή, που είναι αδιαφανείς και δύσκολο να ελεγχθούν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υπερβολική εξάρτηση μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους. Επομένως, κατ’ αρχήν η ΕΕ καλά κάνει και ενισχύει τη στρατηγική αυτονομία της. Ομως, αντί να βασίζεται σε απλοϊκές υποθέσεις, θα πρέπει να πραγματοποιήσει μια ολοκληρωμένη ανάλυση των οικονομικών σχέσεων και των συναφών αμοιβαίων εξαρτήσεων, για να προσδιορίσει ποιες πρέπει να περιοριστούν.

Η ΕΕ πρέπει επίσης να εξετάσει προσεκτικά τις επιλογές της ούτως ώστε να κινηθεί ανάλογα. Η απεμπλοκή ενδέχεται να μην είναι η λύση. Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη μπορεί να εξισορροπήσει τους ζυγούς –ή ακόμη και να τους ρυθμίσει προς όφελός της– ενισχύοντας τους δεσμούς. Για παράδειγμα, η προώθηση των κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη θα μπορούσε να συμβάλει στον περιορισμό των μειονεκτημάτων των ευρωπαίων επενδυτών στην Κίνα, αυξάνοντας, έτσι, την ισχύ της ΕΕ.

Το μερίδιο της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία μπορεί να μειώνεται, αλλά η ΕΕ παραμένει μια σημαντική οικονομική δύναμη με ισχυρούς δεσμούς με τον υπόλοιπο κόσμο. Εάν η επιδίωξη της στρατηγικής αυτονομίας μετατραπεί σε ώθηση για προστατευτισμό ή ακόμα και για αυτάρκεια, κινδυνεύει να απολέσει αυτόν τον ρόλο. Στην περίπτωση που συμβεί αυτό, η Ευρώπη θα καταστεί ευάλωτη.


* Ο Clemens Fuest είναι πρόεδρος του γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo και καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Copyright: Project Syndicate, 2021.