«Αν θες να δοκιμάσεις τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου, δώσ’ του εξουσία».
Στη ρήση αυτή του Αβραάμ Λίνκολν κρύβεται μεγάλο μέρος της αλήθειας για τα πρόσωπα που εμπλέκονται (και) σε υποθέσεις διαφθοράς. Ο Τσοχατζόπουλος και ο Παπαντωνίου είναι μόνο δύο από τα πολλά και χαρακτηριστικά παραδείγματα. Τα είχαν όλα: εξουσία, φήμη, χρήμα, καλή ζωή. Και όμως κατάντησαν κλέφτες και δωρολήπτες.
Η συμπεριφορά τους μοιάζει ανεξήγητη. Πίστεψαν ότι είναι άτρωτοι, αφού είχαν ισχυρή εξουσία. Και δεν υπολόγισαν ότι, πριν από αυτούς, την πάτησαν, με τον ίδιο τρόπο, άλλοι εξίσου ισχυροί. Η αλαζονεία της εξουσίας τυφλώνει και η βλακεία είναι ανίκητη.
Αυτή είναι μια εξήγηση για τα φαινόμενα διαφθοράς, τα οποία είναι διαχρονικά και διακομματικά. Και καλά θα κάνουν ορισμένοι να μην υποκρίνονται. Οι διεφθαρμένοι δεν έχουν ένα χρώμα και μια ιδεολογία. Δεν είναι «δεξιοί», «κεντρώοι» ή «αριστεροί». Είναι άνθρωποι της εξουσίας, αυτή είναι η μόνη ιδιότητα που κουβαλούν και τους οδηγεί στην εξαχρείωση.
Η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία επειδή σήμερα περισσεύει η υποκρισία στα δεξιά και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, που επιχαίρουν υποκρινόμενοι ότι η διαφθορά είναι αρρώστια μόνο για άλλους και ότι αυτοί είναι άσπιλοι και αμόλυντοι. Ας θυμίσουμε μερικά πραγματάκια στους «ξεχασιάρηδες».
Την εποχή που το ΠΑΣΟΚ χαρακτηριζόταν συλλήβδην «κόμμα κλεφτών» για το σκάνδαλο Κοσκωτά, ένα άλλο σκάνδαλο εξελισσόταν υπογείως και αποκαλύφθηκε λίγα χρόνια μετά, από τον έναν εκ των πρωταγωνιστών του.
Λίγα χρόνια μετά ο πρωθυπουργός της εποχής κατηγόρησε δημοσίως ένα εκλεκτό δικό του τέκνο ότι έριξε την κυβέρνησή του (εδώ και εδώ), εξαγοράστηκε από τα περιβόητα «διαπλεκόμενα συμφέροντα».
Οι πολιτικές ευθύνες για τα φαινόμενα τύπου Τσοχατζόπουλου και Παπαντωνίου είναι αυταπόδεικτες. Αλλωστε, έχουν καταλογιστεί και το ΠΑΣΟΚ έχει πληρώσει βαρύτατο τίμημα. Δικαίως ως ένα βαθμό. Ομως, το κόμμα αυτό δεν είναι μόνο Τσοχατζόπουλοι και Παπαντωνίου.
Ενα κόμμα που κυβέρνησε πάνω από είκοσι χρόνια μοιραία έχει και σκελετούς στα ντουλάπια του. Αλλά όποιος ισχυρίζεται ότι ένα κόμμα χαρακτηρίζεται μόνο από αυτά είναι προκλητικά αντιστόρητος. Ειδικά η περίοδος Σημίτη (ας μην πάμε πιο πίσω) παρέδωσε την Ελλάδα μέλος της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης, χωρίς την οποία ουδείς γνωρίζει πού θα είχε βουλιάξει το 2009. Επίσης συνέβαλε καθοριστικά στην ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου, χωρίς την οποία δεν ξέρουμε αν τα τουρκικά στρατεύματα θα είχαν φτάσει μέχρι την άλλη άκρη του νησιού. Τέλος, η ίδια διακυβέρνηση άφησε πίσω της πλήθος έργων υποδομής, που ανέβασαν το επίπεδο της χώρας.
Οι πολιτικές ευθύνες του Σημίτη για φαινόμενα τύπου Τσοχατζόπουλου και Παπαντωνίου είναι αντικειμενικές. Δεν μπορεί να είναι αλλιώς, αφού τους είχε υπουργούς του. Όμως, αυτή η πλευρά των κυβερνήσεών του δεν μπορεί να διαγράψει την άλλη, που έσπρωξε τη χώρα μπροστά. Αλλωστε, οι συγκρίσεις με τους διαδόχους του μιλάνε από μόνες τους. Τι άφησε πίσω της η διακυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, εκτός από τη νοοτροπία του «άστα γι’ αργότερα», που οδήγησε στη χρεοκοπία;
Γι’ αυτό καλά θα κάνουν πολιτικά μειράκια τύπου Τζανακόπουλου να ανοίξουν ένα λεξικό στις σελίδες με τις λέξεις «αυτοσυγκράτηση» και «σεμνότητα». Όταν ο ίδιοι θα κυβερνήσουν τουλάχιστον δυο τετραετίες, θα δούμε αν και τι θα αφήσουν πίσω τους και θα κρίνουμε. Μέχρι τότε λιγότερους κομπασμούς, γιατί η διαφθορά είναι σύμφυτη με την άσκηση εξουσίας και αποκαλύπτεται όταν οι διεφθαρμένοι δεν την κατέχουν. Καλό είναι να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά και να προσέχουν διπλά, για να μην ακούσουν μια μέρα το ερώτημα «ήξερε ο Τσίπρας;».
Το ΠΑΣΟΚ σωστά θυμίζει ότι Τσοχατζόπουλος και Παπαντωνίου έχουν εξοβελιστεί. Αλλά αυτό δεν φτάνει. Πρέπει να αναγνωρίσει τις ευθύνες του για τα φαινόμενα διαφθοράς και, ταυτόχρονα, να υπερασπιστεί τα θετικά που έγιναν κατά την επίμαχη περίοδο. Είναι απογοητευτικό που η ηγεσία του δεν τόλμησε να πει δυο κουβέντες γι’ αυτά, τώρα που η οργιάζει η καραμανλική προπαγάνδα (εδώ). Και μόνο μια στοιχειώδης σύγκριση των δύο περιόδων (Σημίτη και Καραμανλή) κάνει συντρίμμια αυτήν την προπαγάνδα.
Οσο για την επίμαχη ανακοίνωση του Ποταμιού (εδώ), ας το ξεκαθαρίσουμε. Είναι σωστή θέση ότι ο Σημίτης έχει πολιτική ευθύνη για τους Τσοχατζόπουλο και Παπαντωνίου. Είναι, όμως, υποκριτικό να λέει ότι εκείνη την εποχή «βούιζε η Ελλάδα…». Με «βουητά» δεν γίνεται πολιτική. Ο Σταύρος Θεοδωράκης ήταν τότε φτασμένος δημοσιογράφος και δεν θυμάμαι να είχε πει ή γράψει το παραμικρό για τα έργα και τις ημέρες των διεφθαρμένων υπουργών. Δεν θα μπορούσε, γιατί στοιχεία δεν υπήρχαν. Οι εκ των υστέρων διαπιστωτικές καταγγελίες είναι εύκολες, αλλά άχρηστες.
«Η εξουσία έχει την τάση να απομονώνει όσους έχουν πολλή από αυτήν. Στο τέλος χάνουν την επαφή τους με την πραγματικότητα και πέφτουν» έχει γράψει ο αμερικανός συγγραφέας Φράνκ Χέρμπερτ. Οσοι το έχουν πάθει το γνωρίζουν πια. Ας φροντίσουν να μην το πάθουν και οι όψιμοι κάτοχοι της εξουσίας, ιδίως όσοι νομίζουν ότι είναι άτρωτοι από πειρασμούς και φαινόμενα διαφθοράς.