Η στιγμή της καταστροφής, νύχτα της 12ης Φεβρουαρίου 2012, το «Αττικόν» στις φλόγες, σε αυτήν την εμβληματική φωτογραφία του αείμνηστου Γιάννη Μπεχράκη | Reuters/ Yannis Behrakis/ File Photo
Απόψεις

Η αβάσταχτη δεκαετής εκκρεμότητα του «Αττικόν»

Ηταν 12 Φεβρουαρίου του 2012 όταν ο ιστορικός κινηματογράφος παραδιδόταν στις φλόγες, θύμα της εποχής της εξαλλοσύνης. Δέκα χρόνια πέρασαν, η χώρα και η Αθήνα άλλαξαν, αλλά αυτή η πληγή στο κορμί και την ψυχή της πόλης παραμένει ανοιχτή. Ενα γκρίζο κέλυφος, λες και η αποστολή του «Αττικόν» είναι πια άλλη, να μας θυμίζει τον εφιάλτη...
Πάνος Παπαδόπουλος

Εκείνο το βράδυ έπαιζε το «Tinker Tailor Soldier Spy» του Τόμας Αλφρεντσον, στα ελληνικά προβλήθηκε με τον τίτλο «Κι ο Κλήρος Επεσε στον Σμάιλι». Πεντακόσια μέτρα πιο πέρα ο κλήρος έπεφτε στο PSI. Ηταν 12 Φεβρουαρίου 2012, πέρασαν πια 10 χρόνια. Η ταινία δεν προβλήθηκε ποτέ, το «Αττικόν» πυρπολήθηκε μαζί με άλλα κτίρια του κέντρου της Αθήνας σε εκείνη την εφιαλτική νύχτα που η Βουλή ψήφιζε το δεύτερο Μνημόνιο και έξω από αυτήν μια πόλη παραδιδόταν στο χάος και στην αναρχία.

Αν θες να βρεις μία ημέρα που να συμπυκνώνει την ελληνική κρίση της περασμένης δεκαετίας, η 12η Φεβρουάριου 2012 είναι αυτή. Στο εσωτερικό του κοινοβουλίου τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας έκαναν το καθήκον τους και διαλύονταν, μετρούσαν δεκάδες αποστάτες και διαγραφέντες –μια μαγιά πολιτικού τυχοδιωκτισμού που θα ζύμωνε την πολιτική εξαλλοσύνη του μετά. Στο εξωτερικό, τα χημικά της αστυνομίας έδιναν μια απόκοσμη μεταλλική μυρωδιά στην στάχτη από τις φλόγες και μαζί έπνιγαν την πρωτεύουσα ενός failed state.

Ευτυχώς τα αφήσαμε πίσω μας. Εχουμε περάσει σε μια νέα δεκαετία, σε εντελώς άλλη φάση ως χώρα. Ακόμα και οι όποιες διαδηλώσεις θυμίζουν εκδρομές νηπιαγωγείου συγκριτικά με το τότε. Οι έξαλλοι πήγαν σπίτια τους, οι χρυσαυγίτες στα κελιά τους, έχουμε ξεχάσει και το ότι μερικοί από τους βουλευτές που καταψήφισαν εκείνη τη νύχτα και διαγράφηκαν, τώρα έχουν επιστρέψει και είναι υπερήφανα μέλη της κυβερνητικής πλειοψηφίας – ακόμα και οι ψηφοφορίες τελειώνουν νωρίς το βράδυ και όχι μαύρα μεσάνυχτα. Αλλη χώρα.

Ομως, η 12η Φεβρουαρίου συνεχίζει να είναι μια μικρή μαύρη επέτειος, μια μόνιμη μαχαιριά στο κορμί και την ψυχή της Αθήνας. Το «Αττικόν» παραμένει επί μία δεκαετία καμένο, η πρωτεύουσα συνεχίζει να θρηνεί όχι απλά τον πιο ιστορικό της κινηματογράφο, αλλά ένα τοπόσημό της, έναν φάρο πολιτισμού που φώτιζε επί έναν αιώνα – αντί αυτών έχει ένα κέλυφος που στέκει σκοτεινό, βρώμικο και σιωπηλό, ώρες ώρες σαν εκείνο τον σκελετό της Χιροσίμα, λες και η αποστολή του είναι πια άλλη, να μας θυμίζει τον εφιάλτη.

Δέκα χρόνια έχουν περάσει και το «Αττικόν», θύμα της εποχής των άκρων, παραμένει κλειστό, καμένο και παρατημένο. Και το κακό είναι ότι σαν να συνηθίσαμε αυτή τη λειψή του φύση. Το προσπερνάμε αδιάφορα.

Ομως τώρα δεν συντρέχουν καν οι λόγοι που το κρατούσαν κλειστό τόσα χρόνια. Η Αθήνα έχει αλλάξει, το ενδιαφέρον επισκεπτών και επενδυτών για την ευρύτερη περιοχή του κέντρου της πόλης είναι πρωτοφανές –η ανυπαρξία του παίζει μπουνιές με τη νέα φιλοσοφία της πόλης. Η ανακαίνισή του κοστίζει, αλλά ρε παιδί μου, δεν μπορεί όλα να γίνουν ξενοδοχεία. Ενας δεν θα βρεθεί να το δει ως όραμα;

Από την πλευρά της η νέα δημοτική αρχή έκανε ό,τι έπρεπε και ό,τι μπορούσε να κάνει. Ελυσε το αδιέξοδο με τα δύο αντιμαχόμενα για την τύχη του κινηματογράφου ιδρύματα, διευθέτησε μια σειρά από χρονίζοντα γραφειοκρατικά ζητήματα. Η αίθουσα είναι σε καλή κατάσταση, θεωρητικά θα μπορούσε να δεχτεί κοινό σε λίγους μήνες. Αλλά το «Αττικόν» έκλεισε πια δέκα χρόνια χωρίς ένα χειροκρότημα να ακουστεί στους τοίχους του, χωρίς αυτό το μαγευτικό σβήσιμο των φώτων για να αρχίσει η ταινία, χωρίς ένα «the end» έστω.

Είναι άραγε μια δεκαετία αρκετή για να γίνει αβάσταχτη μια εκκρεμότητα;