«Το δωμάτιο του άχρονου χρόνου» πρόφερε το μυαλό μου ενώ παρατηρούσα τη σκηνή. Στυλωμένα τα μάτια μου, αμήχανη, ακούμπησα σε έναν τοίχο, σιωπή γκαστρωμένη. Περίεργη σιωπή. Αντί να σε ησυχάζει, σου κούρδιζε ετοιμότητα. Φόβος, δέος, το άγνωστο, το αλλόκοτο. Είκοσι παιδιά, αγόρια στην απόλυτη πλειοψηφία, μόνο ένα κορίτσι θυμάμαι να πηγαίνει πέρα δώθε με ένα διαπεραστικό βλέμμα, τα μάτια της σαν τους βώλους των παιδικών μας χρόνων, εξανάγκαζε το δικό μου βλέμμα στο πάτωμα. Τα αγόρια κάθονταν σε καρέκλες.
Στον ίδιο χώρο, αλλά τόσο ξέχωρα. Με δικό του ρυθμό το καθένα. Διακτινίστηκα σε ένα μαγαζάκι κάπου στην Ελβετία που πουλούσε ρολόγια κούκους. Θυμάμαι τους ήχους από τόσα ρολόγια συγχρόνως. Κουκουνάρια να ανεβοκατεβαίνουν, κούκοι να βγαίνουν, δείκτες πέρα δώθε… Ετσι κι εδώ. Πλην, το κάθε παιδί μια δική του ώρα. Το ένα κατηύθυνε το σώμα του μπρος πίσω, μπρος πίσω, μπρος πίσω, το άλλο δεξιά αριστερά, δεξιά αριστερά, δεξιά αριστερά, ένα κουνούσε τα χέρια πάνω κάτω, πάνω κάτω και, ξαφνικά, στην ησυχία άκουγες ήχο σαν από ζωάκι… Δελφίνι; Φώκια; Φυσητήρας. Και ξανά ησυχία.
Και μετά μια κραυγή αλλόκοτη, φοβιστική. Και ο φροντιστής πήγαινε κοντά και σταματούσε. Και άλλος έβγαλε έναν αναστεναγμό, τόσο σπλαχνικό, που δεν είχα ξανακούσει στη ζωή μου. Και ξανά ησυχία. Και ένα αγόρι τινάχτηκε απότομα και έτρεξε από τη μία άκρη του δωματίου μέχρι την άλλη, με φόρα μαραθωνίου και κραυγή άγριου θυμού. Τρόμαξα. Και μια γυναίκα-φροντιστής έσπευσε κοντά του με κινήσεις λες από χορογραφία, γαλήνια και αυστηρά, αδιαπραγμάτευτα αυστηρά, όπως ακριβώς το ένιωσες ότι έπρεπε να το χειριστεί, και είπε «Καρέκλα» και έδειξε την καρέκλα και το αγόρι υπάκουσε.
Οι φροντιστές σε αυτές τις δομές… Τόσο νέα κορίτσια και αγόρια… Αφοσιωμένα. Κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι, γυμναστές, φυσιοθεραπευτές. Μια νέα γενιά. Εξι, οκτώ ώρες από τη ζωή τους. Αν μπορούσατε να δείτε το χαμόγελό τους! Και κάποτε ήρθε το σχολικό. Και μπήκαν σε μια σειρά. Και το σχολικό έφυγε. Και έκλεισαν οι πόρτες. Και απλώθηκε άλλη ησυχία. Και αυτόματα τα σκέφτηκα στα σπίτια τους και σφίχτηκε το στομάχι μου για τα καλά.
Εκεί που δεν έχει χώρους και φροντιστές. Δυσθεώρητη τέτοια πάλη στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού. Μάνα… Μόνη. Αντέχει. Μερικές φορές, μάνα-πατέρας… Τι δοκιμασία στη σχέση. Ακροβάτες. Σύμμαχοι. Εμψυχωτές ο ένας στον άλλον. Αυτό κι αν είναι αγάπη! Αδέλφια; Αλλη μάχη. Τι δάνειο στην πλάτη τους! Δεν τους αναλογεί. «Αποφάσισα συνειδησιακά να μεγαλώσω δύο μοναχοπαίδια» μου είχε πει. Τι ακραία εντιμότητα! Και τι συγκίνηση να διαπιστώνεις την αγάπη των αδελφών να ανθίζει, όπως εκείνων των αγριολούλουδων. Που τη σπορά αναλαμβάνει ένα ευεργετικό αεράκι.
Και εμείς; Ολοι εμείς; Αδιάκριτοι, κριτές, ενίοτε αγενείς, συνήθως πλαγιοκοιτάζοντες, αμήχανοι λόγω πλήρους άγνοιας, να κάνουμε το μόνο που δεν πρέπει. Να λυπόμαστε. Οχι λύπηση, μόνο σεβασμός. Η ορατότητα είναι το επιτακτικό ζητούμενο για το κάθε τι. Να απλώνει ο καθένας την αλήθεια του και να τη χωράει ο άλλος. Να χωράμε. Να γνωρίζουμε. Συνάνθρωποι. Πού θα πάει, θα το κατακτήσουμε.
Η επίσκεψη σε κείνη τη δομή με συντάραξε. «Γιατί αφιερώσατε τη ζωή σας στον αυτισμό;» ρώτησα τον διευθυντή της. «Η γοητεία του αυτισμού, κυρία Βιτάλη. Ο κάθε άνθρωπος, μια τόσο ξεχωριστή περίπτωση, και να ξέρατε πόσες εκπλήξεις επιφυλάσσει!». Μηχανικά, ρομποτικά, σβέλτα, περπατούσα προς το αυτοκίνητό μου. Κρύο. Μιλάμε για κρύο. Αρχισε και ένα χιονόνερο. Ανθρωπος «των νοτίων», εννοείται ξεκάλτσωτη, με ένα πουκάμισο όλο κι όλο. «Τι ηλίθια! Αν δεν παγώσω σήμερα, δεν θα παγώσω ποτέ» με μάλωνα.
Χώθηκα στο αυτοκίνητο. Κατέβασα το κεφάλι και με το στόμα χουχούλιαζα τα χέρια μου για ώρα. Οι σκηνές που είχα δει, κολλημένες στο μυαλό. Το δωμάτιο του άχρονου χρόνου και τα παιδιά-ρολόγια. Χουχούλιαζα, χουχούλιαζα τα χέρια. Κάποτε ανασήκωσα το βλέμμα κι έπιασα το τιμόνι. Το τζάμι λερωμένο, ρύθμισα τους υαλοκαθαριστήρες, αίφνης μπροστά… Μπροστά στα μάτια μου! Μπροστά! Μια ανθισμένη αμυγδαλιά! Ηρθε. Ηρθε και φέτος. Το ρολόι του κόσμου. Κι έτρεχαν τα μάτια μου δάκρυα και το στόμα μου χαμόγελο. Η αμυγδαλιά μου!