Ηταν Δευτέρα 15 Ιουλίου του 1974, που ξύπνησα στο σπίτι της θείας μου στη Λευκωσία κι άκουγα φασαρία έξω. Στο διπλανό, είδα να μαζεύονται άνθρωποι ταλαιπωρημένοι και ρακένδυτοι, που οι νοικοκυραίοι πάσχιζαν να περιποιηθούν. Μου έκανε όμως εντύπωση, θυμάμαι, που ήταν μία αναστάτωση χαρούμενη.
Στην άκρη του μικρού δρόμου μπροστά από το σπίτι, στη συνοικία Άγιος Ανδρέας, είδα ένα άρμα μάχης, και γύρω από αυτό, στρατιώτες. Δεν καταλάβαινα. Ήμουν μόνο 16 ετών.
Έναν χρόνο νωρίτερα, τέτοιες μέρες ακριβώς, είχα χάσει εντελώς ξαφνικά τον πατέρα μου στην πρώτη, ποτέ, επίσκεψή μας στην Κύπρο, για να γνωρίσουμε τον τόπο και συγγενείς που δεν ξέραμε. Το μίσησα το νησί. Όμως, χρειάστηκε να επιστρέψω πάλι για το ετήσιο μνημόσυνο, μιας και η μάνα μου στην Αθήνα μαζί με τα αδέρφια μου, δεν άντεχε και δεν ήθελε να επιστρέψει στον τόπο που της πήρε τον άνδρα της, αφήνοντάς τη χήρα στα 35.
Έφτασα στη Κύπρο την Κυριακή 14 Ιουλίου 1975. Με παρέλαβε στο αεροδρόμιο Λευκωσίας η θεία μου η Θέκλα, αδερφή του πατέρα μου. «Θα σε πάω σε μια θάλασσα που δεν έχεις ξαναδεί», μου είπε, και χάρηκα πάρα πολύ. Είχε καύσωνα, όπως πάντα τέτοια εποχή.
Περάσαμε από την Κερύνεια, και φτάσαμε στην Καρπασία, στην μαγική παραλία που είχε το παράξενο για μένα όνομα Παχύαμμος. Πράγματι υπέροχη θάλασσα, δεν έβγαινα από μέσα. Που νάξερα όμως ότι την επόμενη μέρα θα εκδηλωνόταν το κατευθυνόμενο από τη χούντα των Αθηνών πραξικόπημα, και ότι 5 μέρες μετά, Σάββατο 20 του μηνός, σε εκείνην την μοναδική θαλασσογραμμή της βόρειας Κύπρου θα αποβιβάζονταν τα τουρκικά στρατεύματα.
Ξυπνήσαμε με στρατιωτικά εμβατήρια από το ΡΙΚ, και με μία στεντόρεια φωνή που έλεγε «ο Μακάριος είναι νεκρός». Οι αποφυλακισθέντες από τους πραξικοπηματίες πολιτικοί του αντίπαλοι που ήταν στη βεράντα του διπλανού σπιτιού ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Τους έλεγαν «Εοκαβητατζήδες», από την ΕΟΚΑ Β’, μια παραστρατιωτική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1971 από τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα – καμία σχέση με την ΕΟΚΑ που ηγήθηκε του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα εναντίον των Άγγλων, 1955-1959.
Υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας από την ανατολή ως την δύση του ηλίου. Και με αυτό το καθεστώς, της διχόνοιας και του περιορισμού, με μάχες σε διάφορες πόλεις Κύπρου, με πολλούς νεκρούς και με τον Μακάριο να έχει διαψεύσει το διάγγελμα του ΡΙΚ ότι ήταν νεκρός, μπήκαν σχεδόν ανενόχλητοι οι Τούρκοι στο νησί.
Εγώ, διέφυγα στο παρά πέντε, παραμονή της εισβολής, με μια Άδεια Εξόδου που εξασφαλίστηκε την τελευταία στιγμή. Το πρωί της 19ης , πάλι με ειδική άδεια, μας επιτράπηκε να κυκλοφορήσουμε, και πήγαμε στο Κοιμητήριο Λευκωσίας για ένα τρισάγιο στον τάφο του μπαμπά. Η κυρία Άννα, που είχε το ανθοπωλείο έξω από το νεκροταφείο, με θυμήθηκε από τις τραγικές οικογενειακές μας μέρες έναν χρόνο πριν. «Μην πας μέσα, αγόρι μου», μου είπε, «θάφκουν τους σαν τους χοίρους». «Ποιους;», ρώτησα. «Δικούς μας ανθρώπους», απάντησε.
Προχώρησα τρέμοντας προς το μνήμα. Ο παπάς στεκόταν δίπλα μου, μαζί με τη θεία Θέκλα που μου κρατούσε σφιχτά το χέρι και μου’ λεγε «μη κοιτάς και μπλέξουμε, έχουμε πτήση το δείλις».
Άρχισε το Τρισάγιο «Παναγία Τριάς ελέησον ημάς…».
Ακούστηκαν ριπές στον αέρα. Πολύ κοντά μας. Είδα ένα φορτηγό με ανατρεπόμενη καρότσα που άδειασε πτώματα μέσα σε ομαδικό τάφο. Θα έπαιρνα όρκο ότι άκουσα και βογγητά από τους νεκρούς όταν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί και άρχισαν να τους σκεπάζουν άρον-άρον με χώμα. Το είπα στη θεία μου, και μου απάντησε «ιδέα σου είναι». Το είπα και αρκετά χρόνια αργότερα σε ραδιοφωνική εκπομπή στη Κύπρο, και ο τότε Υπουργός Εσωτερικών μου διαμήνυσε «σε παρακαλώ, μην ξαναπείς αυτά που λες ότι είδες και άκουσες». Το ίδιο μου είπαν άνθρωποι και από την Επιτροπή των Αγνοουμένων.
Τώρα, με τις ανασκαφές για την ανεύρεση αγνοουμένων, μαθαίνουμε ότι ανάμεσα σε εκείνους από την τουρκική εισβολή, πρέπει να υπάρχουν νεκροί και από το πραξικόπημα.
Νύχτα 19ης Ιουλίου έφτασα στην αγκαλιά της μάνας μου στην Αθήνα. Πώς να τα διηγηθώ όλα αυτά; Τους πανηγυρισμούς της βεράντας από ανθρώπους που είδα με τα μάτια μου επάνω στα κορμιά τους σημάδια βασανιστηρίων; Τον ομαδικό τάφο στο Κοιμητήριο Κωνσταντίνου και Ελένης; Τα εμβατήρια, τα διαγγέλματα από τους στρατιωτικούς στην Αθήνα και από τον Σαμψών στη Κύπρο; Την εισβολή που μας έπιασε στον ύπνο; Τον Παχύαμμο; Την Κερύνεια; Τα γεγονότα που ενέπνευσαν τον θρήνο του Μόντη, έναν χρόνο μετά:
Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.
Το πιο δύσκολο απ’ όλα όμως, είναι να πιστέψεις πως όλα αυτά συνέβησαν επειδή για μία ακόμη φορά ο Ελληνισμός μπολιάστηκε μόνος του με το δηλητήριο του διχασμού. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις αντιδράσεις στα δύο ραδιοφωνικά διαγγέλματα που με σημάδεψαν όσο τίποτ’ άλλο. Το πρώτο από το ΡΙΚ ότι «ο Μακάριος είναι νεκρός» με την στεντόρεια φωνή του εκφωνητή, και το δεύτερο από ερασιτεχνικό σταθμό της Πάφου, με χιλιάδες παράσιτα «χρατς-χρατς» και τα σπασμένα λόγια «Κυπριακές λαέ, γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Είμαι ο Μακάριος. Δεν είμαι νεκρός. Είμαι ζωντανός». Και τα δύο διαγγέλματα συνοδεύτηκαν από ξέφρενους πανηγυρισμούς.
Έπειτα, μπήκαν οι Τούρκοι…
(*) Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, διηγούμαι την ιστορία αυτή σαν χρέος. Σαν ανάγκη. Συνήθως προς τον εαυτό μου. Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά εδώ, στο Protagon, το 2018. Επιστρέφω σ΄ αυτήν σήμερα, χωρίς να αλλάξω τίποτα. Παρά μόνο ότι, στο σπίτι δίπλα σε εκείνο της θείας μου στη Λευκωσία, είχαν συναχθεί αρκετοί αντιμακαριακοί που είχαν απελευθερωθεί από τις φυλακές από τους πραξικοπηματίες. Ήσαν χαρούμενοι που αφέθηκαν ελεύθεροι και που, όπως κατάλαβα από τα λεγόμενά τους, η Κύπρος ερχόταν κοντύτερα στην Ελλάδα. Δεν κατείχα τα πολιτικά, άλλωστε είχαμε εγκατασταθεί στην Ελλάδα από την Αφρική μόλις το 1970. Μέσα στη δικτατορία. Την οποία επίσης δεν καταλάβαινα. Για να επιστρέψω, όμως, στην βεράντα του διπλανού σπιτιού, θυμάμαι πολύ καθαρά τα πρησμένα πόδια αρκετών εκ των αποφυλακισθέντων. Ήταν, τότε, η πρώτη φορά που άκουσα τη λέξη «φάλαγγα», και η πρώτη φορά που έμαθα τι σήμαινε. Στο μυαλό μου μέσα, ανείπωτη τρικυμία. «Βλαχάκι» 16 χρονών από τη Ροδεσία, απ’ τα 12 στην Ελλάδα, στα 15 χωρίς πατέρα. Να πρέπει να διαχειριστώ όλα αυτά. Αδύνατον! Πέρασαν χρόνια για να μπουν σε μια τάξη λογικής μέσα μου. Η μνήμη αλώβητη από εικόνες που είδα, και λόγια που άκουσα, εμπλουτίστηκε από απαντήσεις που γύρεψα και πήρα.