Οι δηλώσεις του καθηγητή Αντώνη Λιάκου πως «αν ήμουν 16-17 χρονών, είχα περάσει από χίλια μύρια κύματα για να φτάσω σε ευρωπαϊκή Γη της Επαγγελίας και βρισκόμουν στην κόλαση της Μόριας, κι εγώ φωτιά θα έβαζα» και οι εντονότατες αντιδράσεις που δικαιολογημένα προκάλεσαν έφεραν ξανά στο προσκήνιο τη σχέση ακαδημαϊκής και πολιτικής ιδιότητας στη δημόσια έκφραση γνώμης. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που έσπευσαν να υπερασπιστούν τον καθηγητή, αναφερόμενοι στην επιστημονική του ιδιότητα και στην προσφορά του στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Είναι όμως αυτό ένα πειστικό επιχείρημα;
Και εγώ θυμάμαι τον 17χρονο εαυτό μου να διαβάζει το «Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία» του Αντώνη Λιάκου με τη «Μνήμη» του Ρενέ Μαγκρίτ στο εξώφυλλο και την αναφορά στον «Ηδονικό Ελπήνορα», να προβληματίζεται, να σκαρφίζεται αντεπιχειρήματα και να ονειρεύεται ότι συμμετέχει σε μια μεγάλη νοητή συζήτηση για την ιστορία από το σαφώς ταπεινό μετερίζι του μαθήματος της Ιστορίας Κατεύθυνσης των εισαγωγικών εξετάσεων. Όμως η συζήτηση που έχει ανάψει σήμερα δεν αφορά στο επιστημονικό έργο του καθηγητή Λιάκου ούτε καν στη συγγραφική του παραγωγή ακαδημαϊκής βάσης αλλά ευρύτερου ακροατηρίου. Αφορά στη δημόσια έκφραση γνώμης για γεγονότα της επικαιρότητας και δη υπό την ιδιότητά του ως πολιτικού στελέχους.
Ο κ. Λιάκος είναι μέλος της Επιτροπής Προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Την ιδιότητα αυτή φαντάζομαι πως δεν τη φέρει ακουσίως αλλά αποτελεί πολιτική του επιλογή να στρατευθεί σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Δεν επικρίνουμε σε καμία περίπτωση την επιλογή της συμμετοχής στα κοινά, αντιλαμβανόμαστε όμως πως συνεπάγεται μια σειρά από δεσμεύσεις, όπως είθισται να συμβαίνει με τις επιλογές. Μιλώντας υπό την ιδιότητα του στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Λιάκος αποδέχεται να κρίνεται όχι για το επιστημονικό του έργο και την ακαδημαϊκή του σκέψη αλλά για την πολιτική του άποψη. Αυτή είναι μια ιδιότυπη αξιοκρατία, εγγενής στην πολιτική: αφ’ ης στιγμής κάποιος αποφασίζει να υπηρετήσει τα κοινά, από οποιαδήποτε θέση, η στάση και οι απόψεις του κρίνονται στα πολιτικά fora αντιμετωπίζοντας τη δύναμη του αντεπιχειρήματος και όχι στα πλαίσια μιας συνολικής αποτίμησης της προσωπικής του διαδρομής.
Φυσικά, αν η υπεράσπιση του καθηγητή Λιάκου υπό το φως του ακαδημαϊκού του έργου για να αντικρουσθούν οι αντιδράσεις στις εξαιρετικά ατυχείς δηλώσεις του είναι άστοχη, το ίδιο άστοχο είναι και το επιχείρημα ότι οι δηλώσεις του αυτές μειώνουν το επιστημονικό του κύρος. Μπορεί ασυναίσθητα να μας έρχονται στο νου τέτοιου είδους δηλώσεις όταν αναφερόμαστε στον καθηγητή υπό οποιαδήποτε ιδιότητά του, αλλά οφείλουμε να διαχωρίζουμε την πολιτική αξιολόγηση από την επιστημονική ιδιότητα. Η επιστήμη πολλές φορές σκόπιμα είναι αιρετική, αρκετές φορές τείνει να παρασύρεται και να προκαλεί σε διάλογο. Η πρωταρχία της πολιτικής, από την άλλη, στις δημοκρατικές κοινωνίες έγκειται ακριβώς στη δυνατότητα της άμεσης «εφαρμοσιμότητας» των ιδεών, που οφείλει να συνεπάγεται και ένα σαφώς μεγαλύτερο μερίδιο υπευθυνότητας αλλά και ευθύνης.